τετραέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraeliktos
|Transliteration C=tetraeliktos
|Beta Code=tetrae/liktos
|Beta Code=tetrae/liktos
|Definition=ον, = [[four times coiled round]], ὄφις <span class="title">AP</span>7.210 (Antip.); <b class="b3">τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν</b>, Hsch.
|Definition=τετραέλικτον, = [[four times coiled round]], ὄφις ''AP''7.210 (Antip.); <b class="b3">τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραέλικτος Medium diacritics: τετραέλικτος Low diacritics: τετραέλικτος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: tetraéliktos Transliteration B: tetraeliktos Transliteration C: tetraeliktos Beta Code: tetrae/liktos

English (LSJ)

τετραέλικτον, = four times coiled round, ὄφις AP7.210 (Antip.); τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, ὄφις, Antp. Sid. 63 (VII, 210).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
roulé quatre fois sur soi-même.
Étymologie: τέσσαρες, ἑλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

τετραέλικτος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὄφις Ἀνθ. Π. 7. 210.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)].

Greek Monotonic

τετραέλικτος: -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) τέσσερις φορές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τετρα-έλικτος, ον,
four times wound round, Anth.