ψυχοτακής: Difference between revisions
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psychotakis | |Transliteration C=psychotakis | ||
|Beta Code=yuxotakh/s | |Beta Code=yuxotakh/s | ||
|Definition= | |Definition=ψυχοτακές, [[melting the soul]] or [[heart]], <b class="b3">στόματος πρόθυρα</b> (i.e. [[χείλη]]) ''AP''5.55 (Diosc.); δάκρυα ''APl.''4.198 (Maec.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ψυχοτακές, melting the soul or heart, στόματος πρόθυρα (i.e. χείλη) AP5.55 (Diosc.); δάκρυα APl.4.198 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1404] ές, die Seele schmelzend, oder worin die Seele schmilzt, sich ergießt; δάκρυα Qu. Maec. 9 (Plan. 198); χείλη Sosipat. 3 (V, 56).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui consume l'âme;
2 qui assigne les âmes à comparaître.
Étymologie: ψυχή, τήκω.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχοτᾰκής: τήκω изводящий душу, томящий (χείλη ῥοδόχροα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοτᾰκής: -ές, ὁ τήκων τὴν ψυχὴν ἢ τὴν καρδίαν, χείλη, δάκρυα Ἀνθ. Παλατ. 5. 56, Πλαν. 198.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λειώνει την ψυχή ή την καρδιά («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τακῄς (< θ. τᾰκ-, πρβλ. ἔτακον, αόρ. β' του τήκω «λειώνω»), πρβλ. σαρκοτακής].
Greek Monotonic
ψῡχοτᾰκής: -ές (τήκω), αυτός που λιώνει την ψυχή, σε Ανθ.