λογίδιον: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logidion | |Transliteration C=logidion | ||
|Beta Code=logi/dion | |Beta Code=logi/dion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[λόγος]], | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[λόγος]], Isoc.13.20, Pl.''Erx.'' 401e.<br><span class="bld">2</span> [[little fable]] or [[story]], Ar.''V.''64. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of λόγος, Isoc.13.20, Pl.Erx. 401e.
2 little fable or story, Ar.V.64.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit discours, petit entretien.
Étymologie: dim. de λόγος.
German (Pape)
τό, dim. von λόγος, eine kleine Fabel, ein Sprüchlein, Sätzchen; Ar. Vesp. 64; Isocr. 13.20; Plat. Eryx. 401e.
Russian (Dvoretsky)
λογίδιον: (γῐ) τό
1 маленькая речь Isocr.;
2 словечко, изреченьице Plat.;
3 рассказец, басенка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λογίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἰσοκρ. 295Β, Πλάτ. Ἐρυξίας, 401Ε. 2) μικρὸς μῦθος ἢ διήγησις, Ἀριστοφ. Σφ. 64.
Greek Monolingual
λογίδιον, τὸ (Α) λόγος
(υποκορ. του λόγος) μικρός λόγος, μικρός μύθος ή διήγηση.
Greek Monotonic
λογίδιον: τό, υποκορ. του λόγος, μικρός μύθος ή μικρή, περιληπτική διήγηση, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λογίδιον, ου, τό, [Dim. of λόγος
a little fable or story, Ar.