μεγαλωφελής: Difference between revisions
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalofelis | |Transliteration C=megalofelis | ||
|Beta Code=megalwfelh/s | |Beta Code=megalwfelh/s | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλωφελές, ([[ὄφελος]]) [[very serviceable]], Phld.''Mus.''p.104 K., Corn.''ND''16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλωφελές, (ὄφελος) very serviceable, Phld.Mus.p.104 K., Corn.ND16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14.
German (Pape)
[Seite 108] ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
grandement utile.
Étymologie: μέγας, ὠφελέω.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλωφελής: весьма полезный, приносящий большую пользу Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ μεγάλως ὠφελῶν, λίαν ὠφέλιμος, Πλούτ. 2. 553D, Κλεομήδ.
Greek Monolingual
μεγαλωφελής, -ές (Α)
εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὄφελος (πρβλ. κοινωφελής). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].