θερμόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thermovoulos
|Transliteration C=thermovoulos
|Beta Code=qermo/boulos
|Beta Code=qermo/boulos
|Definition=ον, [[hot-tempered]], [[rash]], σπλάγχνον <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>858</span>; parodied in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 119</span>; ἄνθρωπος <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>8.17</span>.
|Definition=θερμόβουλον, [[hot-tempered]], [[rash]], σπλάγχνον E.''Fr.''858; parodied in [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 119; ἄνθρωπος Ael.''NA''8.17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμόβουλος Medium diacritics: θερμόβουλος Low diacritics: θερμόβουλος Capitals: ΘΕΡΜΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: thermóboulos Transliteration B: thermoboulos Transliteration C: thermovoulos Beta Code: qermo/boulos

English (LSJ)

θερμόβουλον, hot-tempered, rash, σπλάγχνον E.Fr.858; parodied in Ar.Ach. 119; ἄνθρωπος Ael.NA8.17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux pensées ardentes.
Étymologie: θερμός, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

θερμόβουλος: горячий, пламенный (σπλάγχνον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θερμόβουλος: -ον, ἔχων θερμὴν ἰδιοσυγκρασίαν, ὁρμητικός, Εὐρ. (Ἀποσπ. 852), παρῳδούμενον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 119· ἀνὴρ Αἰλ. π. Ζ. 7. 17.

Greek Monolingual

θερμόβουλος, -ον (Α)
αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δίβουλος, επίβουλος, σύμβουλος].

Greek Monotonic

θερμόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει ορμητικό χαρακτήρα, βαμμένος, μαλακωμένος, σε Ευρ. παρά Αριστοφ.

Middle Liddell

θερμό-βουλος, ον βουλή
hot-tempered, Eur. ap. Ar.