ἀνάποινος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapoinos | |Transliteration C=anapoinos | ||
|Beta Code=a)na/poinos | |Beta Code=a)na/poinos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνάποινον, [[without ransom]], only once in neut. (as adverb, acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. -πυνος Hsch.α 4535<br /><b class="num">1</b> (entendido a veces como adv.), [[sin rescate]] κούρη <i>Il</i>.1.99, ἀ. | |dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. -πυνος Hsch.α 4535<br /><b class="num">1</b> (entendido a veces como adv.), [[sin rescate]] κούρη <i>Il</i>.1.99, ἀ. ·[[ἀλύτρωτος]] Hsch.α 4513, cf. [[l.c.]], Sud.<br /><b class="num">2</b> ciren. μάταιος Hsch.α 4513, [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνάποινον, without ransom, only once in neut. (as adverb, acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. -πυνος Hsch.α 4535
1 (entendido a veces como adv.), sin rescate κούρη Il.1.99, ἀ. ·ἀλύτρωτος Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.
2 ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c.
German (Pape)
[Seite 203] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάποινος: -ον, ἄνευ ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἅπαξ κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. ἀπριάτην ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. νήποινος.
English (Autenrieth)
(ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.
Greek Monolingual
ἀνάποινος, -ον (Α)
αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή.
Greek Monotonic
ἀνάποινος: -ον (ἄποινα), αυτός που δεν έχει ποινή, μόνο στο ουδ. ἀνάποινον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.