κακηπελία: Difference between revisions
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakipelia | |Transliteration C=kakipelia | ||
|Beta Code=kakhpeli/a | |Beta Code=kakhpeli/a | ||
|Definition=Ep. κακηπελίη, ἡ, [[evil plight]], opp. [[εὐηπελία]], | |Definition=Ep. [[κακηπελίη]], ἡ, [[evil plight]], opp. [[εὐηπελία]], Id.''Th.''319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. κακηπελίη, ἡ, evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Gegensatz εὐηπελία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.
Greek Monolingual
κακηπελία και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)
η κακή κατάσταση υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακήπελος < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευηπελία). Για το -η- του τ. βλ. κακηπελέων.