εὐγεώργητος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evgeorgitos | |Transliteration C=evgeorgitos | ||
|Beta Code=eu)gew/rghtos | |Beta Code=eu)gew/rghtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐγεώργητον, [[easy to cultivate]], Sch.S.''Ant.''569:—also [[εὐγέωργος]], ον, Scyl.24. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐγεώργητον, easy to cultivate, Sch.S.Ant.569:—also εὐγέωργος, ον, Scyl.24.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγεώργητος: -ον, ὁ εὐκόλως καλλιεργούμενος, νῆσος Σκύλαξ σ. 9, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 575.
Greek Monolingual
εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. αγεώργητος].
German (Pape)
gut zu bebauen, Sp.