τρυσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trysanor
|Transliteration C=trysanor
|Beta Code=trusa/nwr
|Beta Code=trusa/nwr
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,</b> (τρύω) [[of a weary man]], αὐδά <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>209</span> (lyr.).
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) [[of a weary man]], αὐδά S.''Ph.''209 (lyr.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσάνωρ Medium diacritics: τρυσάνωρ Low diacritics: τρυσάνωρ Capitals: ΤΡΥΣΑΝΩΡ
Transliteration A: trysánōr Transliteration B: trysanōr Transliteration C: trysanor Beta Code: trusa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l'homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.

German (Pape)

[ῡ], ορος, Männer ermüdend, erschöpfend, belästigend; αὐδά, Soph. Phil. 209, wo es nicht pass. zu nehmen, die Stimme eines geplagten Mannes; Schol. ἡ τρύχουσα τοὺς ἄνδρας, ἡ καταπονοῦσα τὸν ἄνδρα.

Russian (Dvoretsky)

τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξάνωρ].

Greek Monotonic

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.

Middle Liddell

τρῡσ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, τρύω
wearying a man, Soph.