ἐτνοδόνος: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etnodonos | |Transliteration C=etnodonos | ||
|Beta Code=e)tnodo/nos | |Beta Code=e)tnodo/nos | ||
|Definition= | |Definition=ἐτνοδόνον, [[soup-stirring]], τορύνα ''AP''6.305 (Leon.), 306 (Aristo). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐτνοδόνον, soup-stirring, τορύνα AP6.305 (Leon.), 306 (Aristo).
German (Pape)
[Seite 1052] τορύνη, Brei erschütternd, umrührend, Conj. für ἐτνοδόκος, Leon. Tar. 14; Aristo. 1 (VI, 305. 306); vgl. Schol. Ar. Equ. 980.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui remue la purée.
Étymologie: ἔτνος, δονέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐτνοδόνος: служащий для размешивания похлебки (τορύνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐτνοδόνος: -ον, ὁ ἀνακυκῶν, ἀνακατώνων τὸ ἔτνος, τορύνη Ἀνθ. Π. 6. 305· ἐτνοδόνον τορύναν αὐτόθι 306.
Greek Monolingual
ἐτνοδόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + -δονος (< δονώ), πρβλ. πολύδονος].
Greek Monotonic
ἐτνοδόνος: -ον (δονέω), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, τορύνη, σε Ανθ.