κισσοφορία: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kissoforia | |Transliteration C=kissoforia | ||
|Beta Code=kissofori/a | |Beta Code=kissofori/a | ||
|Definition=ἡ, [[wearing of ivy-wreaths]], in plural, | |Definition=ἡ, [[wearing of ivy-wreaths]], in plural, ''IG''12 (2).484.5 (Mytil.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κισσοφορία]], ἡ (Α) [[κισσοφορώ]]<br /><b>1.</b> το να φέρει [[κάποιος]] κισσό<br /><b>2.</b> [[γιορτή]] στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό. | |mltxt=[[κισσοφορία]], ἡ (Α) [[κισσοφορώ]]<br /><b>1.</b> το να φέρει [[κάποιος]] κισσό<br /><b>2.</b> [[γιορτή]] στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, wearing of ivy-wreaths, in plural, IG12 (2).484.5 (Mytil.).
Greek Monolingual
κισσοφορία, ἡ (Α) κισσοφορώ
1. το να φέρει κάποιος κισσό
2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό.