συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmetacheirizomai | |Transliteration C=symmetacheirizomai | ||
|Beta Code=summetaxeiri/zomai | |Beta Code=summetaxeiri/zomai | ||
|Definition=Med, [[take charge of along with]], μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα | |Definition=Med, [[take charge of along with]], μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
Med, take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.
German (Pape)
[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.
French (Bailly abrégé)
manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.
Russian (Dvoretsky)
συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].
Greek Monotonic
συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.