πενταφυής: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentafyis | |Transliteration C=pentafyis | ||
|Beta Code=pentafuh/s | |Beta Code=pentafuh/s | ||
|Definition= | |Definition=πενταφυές, of five-fold nature: five, ὄνυχες ''AP''7.383 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
πενταφυές, of five-fold nature: five, ὄνυχες AP7.383 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 557] ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
quintuple.
Étymologie: πέντε, φύω.
Russian (Dvoretsky)
πεντᾰφυής: пятерной, т. е. числом пять (ὄνυχες χερῶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰφυής: -ές, ὁ πενταπλοῦς τὴν φύσιν, πέντε, ὄνυχες Ἀνθ. Π. 7. 383.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πενταπλή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. διφυής].
Greek Monotonic
πεντᾰφυής: -ές (φυή), με πενταπλάσια φύση, πενταπλός, σε Ανθ.