ἀναίματος: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaimatos
|Transliteration C=anaimatos
|Beta Code=a)nai/matos
|Beta Code=a)nai/matos
|Definition=ον, = [[ἄναιμος]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>302</span>, Aenigm. ap. <span class="bibl">Ath.2.63b</span>.
|Definition=ἀναίματον, = [[ἄναιμος]], A.''Eu.''302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίμᾰτος Medium diacritics: ἀναίματος Low diacritics: αναίματος Capitals: ΑΝΑΙΜΑΤΟΣ
Transliteration A: anaímatos Transliteration B: anaimatos Transliteration C: anaimatos Beta Code: a)nai/matos

English (LSJ)

ἀναίματον, = ἄναιμος, A.Eu.302, Aenigm. ap. Ath.2.63b.

Spanish (DGE)

-ον
exangüe, desangrado ἀναίματον βόσκημα δαιμόνων, σκιάν de Orestes, A.Eu.302
del caracol que carece de sangre enigma en Ath.63b.

German (Pape)

[Seite 189] blutlos, βόσκημα δαιμόνων Aesch. Eum. 292; Ath. II, 63 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἄναιμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίμᾰτος: бескровный (σκιά Aesch.; τροφαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίματος: -ον, ὁ ἄνευ αἵματος, μὴ μολυνθεὶς ὑφ’ αἵματος, Λατ. incruentus, ἀν. φυγαὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 196˙ χρὼς Εὐρ. Φοίν. 264˙ βωμὸς Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναίματος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιματος < αἷμα.

Greek Monotonic

ἀναίμᾰτος: -ον = ἄναιμος, αποτραγγισμένος από αίμα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἄναιμος.]
drained of blood, Aesch.