εὐτείχεος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efteicheos
|Transliteration C=efteicheos
|Beta Code=eu)tei/xeos
|Beta Code=eu)tei/xeos
|Definition=ον, (τεῖχος) [[well-walled]], Τροίη <span class="bibl">Il.1.129</span>, etc.
|Definition=εὐτείχεον, ([[τεῖχος]]) [[well-walled]], Τροίη Il.1.129, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχεος Medium diacritics: εὐτείχεος Low diacritics: ευτείχεος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΕΟΣ
Transliteration A: euteícheos Transliteration B: euteicheos Transliteration C: efteicheos Beta Code: eu)tei/xeos

English (LSJ)

εὐτείχεον, (τεῖχος) well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

German (Pape)

mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt, Τροίη, Ἴλιος, Il. 1.129, 2.113; πόλιν εὐτείχεα (wie von dem Folgdn mit verändertem Akzent, wenn nicht mit Lobeck paralip. 246 εὐτειχέα zu schr.), 16.57.

Russian (Dvoretsky)

εὐτείχεος: (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный (Τροίη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.

English (Autenrieth)

metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.

Greek Monolingual

εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

εὐ-τείχεος, ον τεῖχος
well-walled, Il.