σκασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skasmos
|Transliteration C=skasmos
|Beta Code=skasmo/s
|Beta Code=skasmo/s
|Definition=ὁ, (σκάζω) [[limping]], [[halting]], Aq.<span class="title">Ps.</span>34(35).15.
|Definition=ὁ, ([[σκάζω]]) [[limping]], [[halting]], Aq.''Ps.''34(35).15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκασμός Medium diacritics: σκασμός Low diacritics: σκασμός Capitals: ΣΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skasmós Transliteration B: skasmos Transliteration C: skasmos Beta Code: skasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (σκάζω) limping, halting, Aq.Ps.34(35).15.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, das Hinken, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σκασμός: ὁ (σκάζω) τὸ σκάζειν, χωλαίνειν, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθήκη.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν [[σκά(ζ)ω]]
1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
2. θάνατος από ασφυξία, από δυσχέρεια ή διακοπή της λειτουργίας της αναπνοής
3. (ως επιφ.) «σκασμόςσιωπή!
4. φρ. α) «βγάζω τον σκασμό» — σωπαίνω
β) «τρώγω μέχρι σκασμού» — τρώγω κατά κόρον.
(II)
ὁ, Α σκάζω (Ι)]
χωλότητα, αναπηρία.