μυριάρχης: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myriarchis | |Transliteration C=myriarchis | ||
|Beta Code=muria/rxhs | |Beta Code=muria/rxhs | ||
|Definition= | |Definition=μυριάρχου, ὁ, [[commander of]] 10,000 [[men]], Hdt.7.81. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
μυριάρχου, ὁ, commander of 10,000 men, Hdt.7.81.
German (Pape)
[Seite 219] ὁ, = Folgdm, Her. 7, 81.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant de 10 000 hommes.
Étymologie: μυρίοι, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
μῡριάρχης: ου ὁ Her. = μυρίαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ἡρόδ. 7. 81· οὕτω καὶ μῡρίαρχος, ον, ὁ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, κτλ.
Greek Monolingual
μυριάρχης, ὁ (Α)
αυτός που διευθύνει δέκα χιλιάδες άνδρες, που είναι αρχηγός δέκα χιλιάδων ανδρών («χιλιάρχας τε καὶ μυριάρχας ἀποδέξαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. ταξιάρχης].
Greek Monotonic
μῡριάρχης: -ου, ὁ, αρχηγός 10.000 ανδρών, σε Ηρόδ.· ομοίως, μῡρί-αρχος, -ου, ὁ, σε Ξεν.
Middle Liddell
μῡρι-άρχης, ου, ὁ,
commander of 10, 000 men, Hdt.: so μῡρί-αρχος, ου, Xen.