ὀρσινεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orsinefis
|Transliteration C=orsinefis
|Beta Code=o)rsinefh/s
|Beta Code=o)rsinefh/s
|Definition=ές, [[cloud-raising]], <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>5.34</span>.
|Definition=ὀρσινεφές, [[cloud-raising]], Id.''N.''5.34.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσινεφής Medium diacritics: ὀρσινεφής Low diacritics: ορσινεφής Capitals: ΟΡΣΙΝΕΦΗΣ
Transliteration A: orsinephḗs Transliteration B: orsinephēs Transliteration C: orsinefis Beta Code: o)rsinefh/s

English (LSJ)

ὀρσινεφές, cloud-raising, Id.N.5.34.

German (Pape)

[Seite 387] ές, Wolken erregend, Ζεύς, Pind. N. 5, 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui soulève ou pousse les nuages.
Étymologie: ὄρνυμι, νέφος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσῐνεφής: нагоняющий тучи (Ζεύς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσῐνεφής: -ές, ὁ διεγείρων τὰ νέφη, τὸ τοῦ Ὁμήρου νεφεληγερέτα, Πινδ. Ν. 5. 62. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τόμ. Α΄, σ. 784.

English (Slater)

ὀρσινεφής who rouses the clouds ὀρσινεφὴς Ζεύς (N. 5.34)

Greek Monolingual

ὀρσινεφής, -ές (ΑΜ)
αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υψινεφής].

Greek Monotonic

ὀρσῐνεφής: -ές (νέφος), αυτός που σηκώνει τα σύννεφα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὀρσῐ-νεφής, ές νέφος
cloud-raising, Pind.