τρίστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tristoichos
|Transliteration C=tristoichos
|Beta Code=tri/stoixos
|Beta Code=tri/stoixos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in three rows]], ὀδόντες <span class="bibl">Od.12.91</span>, Ctes. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>501a27</span>; κριθαί <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.4.2</span>; [[equipped with three rows]] (of teeth), χείλεα <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.413</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[threefold]], [[triple]], [[μαστός]], [[βόθρος]], <span class="title">AP</span>9.668.5 (Marian.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>951</span>; <b class="b3">τ. κεφαλαί</b>, of Cerberus, <span class="bibl">Hermesian.7.12</span>.</span>
|Definition=τρίστοιχον,<br><span class="bld">A</span> [[in three rows]], ὀδόντες Od.12.91, Ctes. ap. Arist.''HA''501a27; κριθαί [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.4.2; [[equipped with three rows]] (of teeth), χείλεα Opp.''C.''3.413.<br><span class="bld">II</span> [[threefold]], [[triple]], [[μαστός]], [[βόθρος]], ''AP''9.668.5 (Marian.), Orph.''A.''951; <b class="b3">τ. κεφαλαί</b>, of Cerberus, Hermesian.7.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρίστοιχος -ον [τρι-, στοῖχος] [[in drie rijen]].
|elnltext=τρίστοιχος -ον [τρι-, στοῖχος] [[in drie rijen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίστοιχος Medium diacritics: τρίστοιχος Low diacritics: τρίστοιχος Capitals: ΤΡΙΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: trístoichos Transliteration B: tristoichos Transliteration C: tristoichos Beta Code: tri/stoixos

English (LSJ)

τρίστοιχον,
A in three rows, ὀδόντες Od.12.91, Ctes. ap. Arist.HA501a27; κριθαί Thphr. HP 8.4.2; equipped with three rows (of teeth), χείλεα Opp.C.3.413.
II threefold, triple, μαστός, βόθρος, AP9.668.5 (Marian.), Orph.A.951; τ. κεφαλαί, of Cerberus, Hermesian.7.12.

German (Pape)

[Seite 1148] in drei Reihen, Abtheilungen; Od. 12, 91, ὀδόντες; vgl. Arist. H. A. 2, 1; Nic. Th. 442 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur trois rangs, à triple rangée.
Étymologie: τρεῖς, στείχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίστοιχος -ον [τρι-, στοῖχος] in drie rijen.

Russian (Dvoretsky)

τρίστοιχος: расположенный в три ряда (ὀδόντες, sc. Σκύλλης Hom.).

English (Autenrieth)

in three rows, Od. 12.91†.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίστοιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ.
β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ.
γ. «ἔχειν ἐπ' ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.)
αρχ.
1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν.)
2. γραμμ. αυτός που αποτελείται από τρία στοιχεία, από τρία γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. πεντάστοιχος)].

Greek Monotonic

τρίστοιχος: -ον, αυτός που αποτελείται από τρεις σειρές, σε Ομήρ. Οδ.· τριπλός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίστοιχος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν σειρῶν συγκείμενος, εἰς τρεῖς σειρὰς διατεταγμένος, ἐν δὲ ἑκάστῃ σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες, πυκνοὶ καὶ θαμέες, περὶ τῶν κεφαλῶν τῆς Σκύλλης καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ὀδόντων, Ὀδ. Μ. 91, Κτησ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2. ΙΙ. Παρὰ ποιηταῖς, τριπλοῦς, μαστός, βόθρος Ἀνθ. Π. 9. 668, Ὀρφ.· τρ. κεφαλαί, ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἑρμησιάναξ. 3. 12· τρ. χείλεα Ὀππ. Κυν. 3. 413. ΙΙΙ. ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στοιχείων, δηλ. γραμμάτων, Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ, 305C, D.

Middle Liddell

τρί-στοιχος, ον,
in three rows, Od.:— threefold, Anth.