πολυγλώχιν: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyglochin | |Transliteration C=polyglochin | ||
|Beta Code=poluglw/xin | |Beta Code=poluglw/xin | ||
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, [[many-barbed]], σίδηρος | |Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, [[many-barbed]], σίδηρος D.P.476; ἀκόντιον App.''BC''5.82: metaph., ἐλάφοιο κεραίη Nic.''Th.'' 36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ, many-barbed, σίδηρος D.P.476; ἀκόντιον App.BC5.82: metaph., ἐλάφοιο κεραίη Nic.Th. 36.
German (Pape)
[Seite 661] ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγλώχῑν: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς γλωχῖνας, πολυγλώχινι σιδήρῳ, «πολυγώνῳ» (Σχόλ.), Διον ΙΙ. 476, Ἀππ. Ἐμ. φύλ. 5. 82· ― ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 36 χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν κλάδων τῶν κεράτων ἐλάφου.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.)
2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τριγλώχιν)].