ὑποβαστάζω: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypovastazo | |Transliteration C=ypovastazo | ||
|Beta Code=u(pobasta/zw | |Beta Code=u(pobasta/zw | ||
|Definition=[[bear from under]], [[underprop]], | |Definition=[[bear from under]], [[underprop]], Charito 3.6, Gal.14.717 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2023
English (LSJ)
bear from under, underprop, Charito 3.6, Gal.14.717 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1211] (s. βαστάζω), ertragen, unterstützen, v.l. für ὑποστεγάζω bei Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβαστάζω: βαστάζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὸν Χαιρέαν ὑποβαστάσας ἐξήγαγεν ἐκεῖθεν Χαρίτων 3. 6, Γαλην. τ. 14, σ. 717, 12.
Greek Monolingual
ὑποβαστάζω ΝΜΑ
στηρίζω από κάτω, υποστηρίζω (α. «οκτώ κίονες υποβαστάζουν την οροφή» β.«ὁ τράχηλος τρόπον κίονος ὑποβαστάζει τὴν κεφαλήν», Σχόλ. Νικ. Θηρ.)
νεοελλ.
συγκρατώ, στηρίζω κάποιον, συνήθως από τις μασχάλες, για να μην πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βαστάζω «βαστώ, στηρίζω»].