λέαινα: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leaina | |Transliteration C=leaina | ||
|Beta Code=le/aina | |Beta Code=le/aina | ||
|Definition=ἡ, fem. of [[λέων]],<br><span class="bld">A</span> [[lioness]], Hdt.3.108: metaph., <b class="b3">δίπους λ.</b>, of Clytaemnestra, A.''Ag.''1258; <b class="b3">λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν</b>, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος</b>, = [[σχῆμά τι συνουσίας]], Ar.''Lys.''231.<br><span class="bld">III</span> pl., [[women dedicated to Mithras]], Porph.''Abst.''4.16 (cf. [[λέων]] VI); title of [[Hecate]], ibid.<br><span class="bld">IV</span> name of several salves, Orib.''Fr.''75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17. | |Definition=ἡ, fem. of [[λέων]],<br><span class="bld">A</span> [[lioness]], [[Herodotus|Hdt.]]3.108: metaph., <b class="b3">δίπους λ.</b>, of Clytaemnestra, A.''Ag.''1258; <b class="b3">λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν</b>, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος</b>, = [[σχῆμά τι συνουσίας]], Ar.''Lys.''231.<br><span class="bld">III</span> pl., [[women dedicated to Mithras]], Porph.''Abst.''4.16 (cf. [[λέων]] VI); title of [[Hecate]], ibid.<br><span class="bld">IV</span> name of several salves, Orib.''Fr.''75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
ἡ, fem. of λέων,
A lioness, Hdt.3.108: metaph., δίπους λ., of Clytaemnestra, A.Ag.1258; λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19.
II λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος, = σχῆμά τι συνουσίας, Ar.Lys.231.
III pl., women dedicated to Mithras, Porph.Abst.4.16 (cf. λέων VI); title of Hecate, ibid.
IV name of several salves, Orib.Fr.75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17.
German (Pape)
[Seite 21] ἡ, fem. zu λέων, die Löwinn, Her. 3, 108 u. A. Übertr. bei den Tragg., αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ Aesch. Ag. 1258; – λέαινα ἐπὶ τυροκνήστιδος, σχῆμά τι συνουσίας, VLL. aus Ar. Lys. 231.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lionne.
Étymologie: fém. de λέων.
Russian (Dvoretsky)
λέαινα: ἡ львица Her., Aesch., Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
λέαινα: ἡ, θηλ. τοῦ λέων, Ἡρόδ. 3. 108· μεταφ., δίπους λ., ἡ Κλυταιμνήστρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258· λέαινας μαζὸν ἐθήλαζε, ὡς σύμβολον ἀγριότητος, Θεόκρ. 3. 15. ΙΙ. σχῆμά τι συνουσίας, Ἀριστοφ. Λυσ. 231.
Greek Monolingual
η (Α λέαινα)
1. το θηλυκό λιοντάρι («ἡ δὲ δὴ λέαινα... ἅπαξ ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», Ηρόδ.)
2. μτφ. γενναία και μαχητική γυναίκα
αρχ.
1. προσωνυμία της Εκάτης
2. ονομασία διαφόρων κολλυρίων
3. στον πληθ. αἱ λέαιναι
γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα
4. φρ. «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — ονομασία μιας στάσης συνουσίας
5. παροιμ. φρ. μτφ. α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (Θεόκρ.) β) «δίπους λέαινα»
μτφ. η Κλυταιμνήστρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + κατάλ. -αινα (πρβλ. δράκαινα, λύκαινα)].
Greek Monotonic
λέαινα: ἡ, θηλ. του λέοντος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.