παραρτέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pararteomai
|Transliteration C=pararteomai
|Beta Code=pararte/omai
|Beta Code=pararte/omai
|Definition=Ion. Verb (cf. [[ἀρτέομαι]]) only Med.,<br><span class="bld">I</span> trans., [[fit out for oneself]], [[get ready]], <b class="b3">ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν</b> [[was engaged in preparing]], Hdt.7.20, cf. 142, 8.76, 9.42; so π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.''Ind.''27.10.<br><span class="bld">II</span> abs., [[prepare]], [[hold oneself in readiness]], παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Hdt.8.108, cf. 81; πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29.
|Definition=Ion. Verb (cf. [[ἀρτέομαι]]) only Med.,<br><span class="bld">I</span> trans., [[fit out for oneself]], [[get ready]], <b class="b3">ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν</b> [[was engaged in preparing]], [[Herodotus|Hdt.]]7.20, cf. 142, 8.76, 9.42; so π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.''Ind.''27.10.<br><span class="bld">II</span> abs., [[prepare]], [[hold oneself in readiness]], παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι [[Herodotus|Hdt.]]8.108, cf. 81; πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρτέομαι Medium diacritics: παραρτέομαι Low diacritics: παραρτέομαι Capitals: ΠΑΡΑΡΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: parartéomai Transliteration B: pararteomai Transliteration C: pararteomai Beta Code: pararte/omai

English (LSJ)

Ion. Verb (cf. ἀρτέομαι) only Med.,
I trans., fit out for oneself, get ready, ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing, Hdt.7.20, cf. 142, 8.76, 9.42; so π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.Ind.27.10.
II abs., prepare, hold oneself in readiness, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Hdt.8.108, cf. 81; πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
c. παραρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αρτέομαι, alleen Ion. praes. en imperf. met acc. voorbereiden:. στρατίην een veldtocht Hdt. 7.20.1. intrans. zich voorbereiden:. ὡς ἀλεξησόμενοι om zich te verdedigen Hdt. 8.81.

Greek Monotonic

παραρτέομαι: Ιων. ρήμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), Μέσ.
I. μτβ., παρασκευάζω κάτι για κάποιον, παραρτέετο στρατίην, ασχολήθηκε με την προετοιμασία του στρατεύματος, σε Ηρόδ.
II. με Παθ. σημασία, βρίσκομαι σε επιφυλακή, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραρτέομαι: Ἰων. ῥῆμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), ἐν χρήσει μόνον ὡς μέσ., Ι. ἐπὶ μεταβ. σημασ., παρασκευάζω πρὸς χρῆσίν μου, ἑτοιμάζω, τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν, ἐνησχολεῖτο εἰς παρασκευήν, Ἡρόδ. 7.2 0, πρβλ. 142., 8. 76., 9. 42· οὕτω, π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Ἀρρ. Ἰνδ. 27. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., γίνομαι ἕτοιμος, παρασκευάζομαι, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Ἡρόδ. 8. 108, πρβλ. 81· πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον ὁ αὐτ. 9. 29.

Middle Liddell

[ionic Verb] [cf. ἀρτέομαι
Mid.:
I. trans. to fit out for oneself, παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing his army, Hdt.
II. in pass. sense, to hold oneself in readiness, Hdt.