στράτιος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stratios | |Transliteration C=stratios | ||
|Beta Code=stra/tios | |Beta Code=stra/tios | ||
|Definition=[ᾰ], α, ον, [[of an army]] or [[war]], [[warlike]], Ἄρευος στρατιωτέροις Alc.29 (leg. <b class="b3">στροτ-</b>); [[epithet]] of [[Zeus]], Hdt.5.119, Arist.''Mu.''401a22; of Ares, Plu.2.757d; [[στρατία]], of Athena, Luc.''DMeretr.''9.1; of Isis, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 1380.102 (ii A.D.): [[στράτιον]] as adverb [[valiantly]], μέγα καὶ σ. κατέπαρδεν Ar.''V.''618. | |Definition=[ᾰ], α, ον, [[of an army]] or [[war]], [[warlike]], Ἄρευος στρατιωτέροις Alc.29 (leg. <b class="b3">στροτ-</b>); [[epithet]] of [[Zeus]], [[Herodotus|Hdt.]]5.119, Arist.''Mu.''401a22; of Ares, Plu.2.757d; [[στρατία]], of Athena, Luc.''DMeretr.''9.1; of Isis, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 1380.102 (ii A.D.): [[στράτιον]] as adverb [[valiantly]], μέγα καὶ σ. κατέπαρδεν Ar.''V.''618. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, of an army or war, warlike, Ἄρευος στρατιωτέροις Alc.29 (leg. στροτ-); epithet of Zeus, Hdt.5.119, Arist.Mu.401a22; of Ares, Plu.2.757d; στρατία, of Athena, Luc.DMeretr.9.1; of Isis, POxy. 1380.102 (ii A.D.): στράτιον as adverb valiantly, μέγα καὶ σ. κατέπαρδεν Ar.V.618.
German (Pape)
[Seite 952] ον, zum Heere, Kriege gehörig, kriegerisch; komisch μέγα καὶ στράτιον κατέπαρδεν, Ar. Vesp. 618; Beiwort des Zeus, Her. 5, 119; Arist. mund. 7; Plut. Eumen. 17. Auch des Ares. S. nom. propr.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside aux armées (Zeus, Athéna).
Étymologie: στρατός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στράτιος -α -ον Aeol. στρότιος -α -ον [στρατός] van het leger, van de oorlog, epithet van Zeus, Ares, Athena. n. als adv. στράτιον als een soldaat. Aristoph. Ve. 618.
Russian (Dvoretsky)
στράτιος: (ᾰ) воинствующий, воинственный (эпитет Зевса Her., Арея Plut. и Афины Luc.).
Greek Monolingual
και στράτειος, -ία, και -εία, -ον, θηλ. και -ος, Α στρατός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο ή στον στρατό, πολεμικός ή στρατιωτικός
2. φιλοπόλεμος
3. (το αρσ.) α) προσωνυμία του Διός και του Άρεως
β) ως κύριο όν. Στράτιος
i) ιερέας στον ναό του Ασκληπιού
ii) μυθ. ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης
4. το θηλ. προσωνυμία της Αφροδίτης, της Αθηνάς και της Ίσιδος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) στράτιον
α) όπως οι στρατιώτες, με στρατιωτικό τρόπο, με βίαιο τρόπο
β) με ανδρεία, με γενναιότητα.
Greek Monotonic
στράτιος: [ᾰ], -α, -ον (στρατός), πολεμικός, πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος, στρατιωτικός, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
στράτιος: [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς στρατὸν ἢ εἰς πόλεμον, φιλοπόλεμος, πολεμικός, Ἄρευος στρατιώτερος, Ἀλκαῖ. 29· ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἡρόδ. 5. 119, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 7. 3· τοῦ Ἄρεως, Πλούτ. 2.757D· στρατία, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 9. 1· - στράτιον ὡς ἐπίρρ., στρατιωτικῶς, γενναίως μέγα καὶ στρ. κατέπαρδεν. Σφ. 618.