σύμπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympiktos
|Transliteration C=sympiktos
|Beta Code=su/mphktos
|Beta Code=su/mphktos
|Definition=σύμπηκτον,<br><span class="bld">A</span> [[put together]], [[constructed]], [[framed]], οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; <b class="b3">πλαίσια ξ.</b> [[compact]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξύμπτυκτα]] in Ar.''Ra.'' 800.<br><span class="bld">2</span> [[curdled]], σ. γάλα Philox.2.36.
|Definition=σύμπηκτον,<br><span class="bld">A</span> [[put together]], [[constructed]], [[framed]], οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων [[Herodotus|Hdt.]]4.190; <b class="b3">πλαίσια ξ.</b> [[compact]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ξύμπτυκτα]] in Ar.''Ra.'' 800.<br><span class="bld">2</span> [[curdled]], σ. γάλα Philox.2.36.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπηκτος Medium diacritics: σύμπηκτος Low diacritics: σύμπηκτος Capitals: ΣΥΜΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmpēktos Transliteration B: sympēktos Transliteration C: sympiktos Beta Code: su/mphktos

English (LSJ)

σύμπηκτον,
A put together, constructed, framed, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; πλαίσια ξ. compact, f.l. for ξύμπτυκτα in Ar.Ra. 800.
2 curdled, σ. γάλα Philox.2.36.

German (Pape)

[Seite 987] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; γάλα, geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
solidement assemblé, solidement construit ; compact.
Étymologie: συμπήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] in elkaar gezet, gebouwd.

Russian (Dvoretsky)

σύμπηκτος:
1 сколоченный, сложенный, построенный (ἔκ τινος Her.);
2 плотный, твердый (πλαίσια Arph. - v.l. ξύμπτυκτος).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ συμπήγνυμι
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.

Greek Monotonic

σύμπηκτος: -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, συμπαγής, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπηκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) εἶναι διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον γάλα, πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.

Middle Liddell

σύμ-πηκτος, ον,
put together, constructed, framed, Hdt., Ar.