λεσχηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leschineyo
|Transliteration C=leschineyo
|Beta Code=lesxhneu/w
|Beta Code=lesxhneu/w
|Definition=[[chat]] or [[converse with]], τοῖς πρέσβεσι App.''BC''2.91:—Med., Heraclit.5, Democr.85, Hp.''Decent.''7 ([[varia lectio|v.l.]]), ''Prorrh.''2.4, ''Morb.''1.19, Nic.Dam.3 J.: —Hdt. has the compds. [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]].
|Definition=[[chat]] or [[converse with]], τοῖς πρέσβεσι App.''BC''2.91:—Med., Heraclit.5, Democr.85, Hp.''Decent.''7 ([[varia lectio|v.l.]]), ''Prorrh.''2.4, ''Morb.''1.19, Nic.Dam.3 J.: —[[Herodotus|Hdt.]] has the compds. [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσχηνεύω Medium diacritics: λεσχηνεύω Low diacritics: λεσχηνεύω Capitals: ΛΕΣΧΗΝΕΥΩ
Transliteration A: leschēneúō Transliteration B: leschēneuō Transliteration C: leschineyo Beta Code: lesxhneu/w

English (LSJ)

chat or converse with, τοῖς πρέσβεσι App.BC2.91:—Med., Heraclit.5, Democr.85, Hp.Decent.7 (v.l.), Prorrh.2.4, Morb.1.19, Nic.Dam.3 J.: —Hdt. has the compds. περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.

German (Pape)

[Seite 32] (λέσχη), schwatzen, plaudern, τινί, mit Einem, App. B. C. 2, 91 u. a. Sp.; auch im med., Hippocr.; Democr. bei Stob. app. 16, 67; εἴ τις δόμοις λεσχηνεύοιτο Heraclit. bei Clem. Al. admon. p. 33.

French (Bailly abrégé)

converser avec, τινι;
Moy. λεσχηνεύομαι m. sign.
Étymologie: λέσχη.

Greek (Liddell-Scott)

λεσχηνεύω: (λέσχη) ὁμιλῶ, συνδιαλέγομαι μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, συνδιαλέγομαι, Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.

Greek Monolingual

λεσχηνεύω (AM) λεσχήν
(ενεργ. και μέσ.) συζητώ, συνομιλώ («εἰς τὸ πρόσθεν ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῖς πρέσβεσι», Αππ.).

Greek Monotonic

λεσχηνεύω: (λέσχη), μιλώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Αππ.· Μέσ., συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.

Middle Liddell

λεσχηνεύω, λέσχη
to chat or converse with, τινί App.; in Mid. to chat, converse, cf. προλεσχηνεύομαι.