συγχωρητέος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchoriteos
|Transliteration C=sygchoriteos
|Beta Code=sugxwrhte/os
|Beta Code=sugxwrhte/os
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be conceded]], Luc.''Herm.''74.<br><span class="bld">2</span> neut. [[συγχωρητέον]], [[one must concede]], Pl.''Phdr.''234e, etc.: so in plural [[συγχωρητέα]], S.''OC''1426, Pl.''Lg.'' 895a, etc.
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be conceded]], Luc.''Herm.''74.<br><span class="bld">2</span> neut. [[συγχωρητέον]], [[one must concede]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''234e, etc.: so in plural [[συγχωρητέα]], S.''OC''1426, Pl.''Lg.'' 895a, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:50, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητέος Medium diacritics: συγχωρητέος Low diacritics: συγχωρητέος Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΕΟΣ
Transliteration A: synchōrētéos Transliteration B: synchōrēteos Transliteration C: sygchoriteos Beta Code: sugxwrhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be conceded, Luc.Herm.74.
2 neut. συγχωρητέον, one must concede, Pl.Phdr.234e, etc.: so in plural συγχωρητέα, S.OC1426, Pl.Lg. 895a, etc.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de συγχωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχωρητέος -α -ον, adj. verb. van συγχωρέω wat toegegeven moet worden; n. onpers. συγχωρητέον en plur. συγχωρητέα er moet toegegeven worden.

Greek Monotonic

συγχωρητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του συγχωρῶ·
1. αυτός που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Λουκ.
2. ουδ. συγχωρητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. συγχωρητέα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐπιτρέψῃ τις, εἴπερ δεκτέα καὶ εἰ συγχωρητέα Λουκ. Ἑρμότ. 74. 2) οὐδ., συγχωρητέον, δεῖ συγχωρεῖν, παραχωρεῖν, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε κτλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. συγχωρητέα, Σοφ. Ο. Κ. 1426, Πλάτ. Νόμ. 895Α, κτλ.

Middle Liddell

συγχωρητέος, η, ον, verb. adj. of συγχωρέω
1. to be conceded, Luc.
2. neut., συγχωρητέον one must concede, Plat.: so in plural συγχωρητέα, Soph.