εὐδαιμονέω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐδαιμονέω]], fut. -ήσω [[εὐδαίμων]]<br />to be [[prosperous]], well off, [[happy]], Hdt., | |mdlsjtxt=[[εὐδαιμονέω]], fut. -ήσω [[εὐδαίμων]]<br />to be [[prosperous]], well off, [[happy]], Hdt., Attic:— εὐδαιμονοίης, as a [[form]] of [[blessing]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 21 September 2023
English (LSJ)
A pf. εὐδαιμόνηκα Arist.Metaph.1048b26: (εὐδαίμων):—to be prosperous, be well off, Hdt.1.170, Th.8.24, etc.; τι in respect to... Hdt.2.177, S.Ant.506, etc.; οὔτις ἀνδρῶν εἰς ἅπαντ' εὐ. E.Fr.45; ἔν τινι Luc.DMort.24.3; εὐδαιμονοίης E.El.231, Ph.1086: dual, εὐδαιμονοῖτον Id.Med.1073; parodied by Ar.Ach.446, 457.
II to be truly happy, εὐδαιμονοῦσιν ἄνθρωποι ὀρθοσύνῃ καὶ πολυφροσύνῃ Democr.40, cf. Arist.Pol.1339b19, Diog.Oen.25, etc.
German (Pape)
[Seite 1060] ein εὐδαίμων sein, glücklich sein; ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ Soph. Ant. 502, wie Eur. εὐδαιμονήσει δ' οὐχ ἕν, ἀλλὰ μυρία Med. 952, vgl. Gr. 541, in Vielem glücklich sein, viel anderes Gutes haben (Sp., wie Luc. D. mort. 24, 3, auch ἔν τινι); Her. 2, 177; Thuc. 8, 24 u. Folgde überall; mit εὖ πράττειν verbunden, Plat. Charm. 174 b; – εὐδαιμονοίης, möge es dir wohl gehen, Ar. u. Eur. oft; bes. im Wohlstande sein, πόλις εὐδαιμονοῦσα, Xen. Vect. 6, 1. Vgl. εὐδαίμων.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ηὐδαιμόνησα, pf. sans augm. εὐδαιμόνηκα;
réussir, être heureux : ἔν τινι être heureux en qch ; εὐδαιμονοίης puisses-tu être heureux ! sois heureux !.
Étymologie: εὐδαίμων.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμονέω: (aor. 2 ηὐδαιμόνησα; 3 л. sing. pf. без приращ. εὐδαιμόνηκεν) преуспевать, процветать, быть счастливым (τι Soph., Her., εἴς τι Eur., ἔκ τινος Arst. и ἔν τινι Luc.; πόλις εὐδαιμονοῦσα Xen.): τοῦτο δ᾽ οὐκ εὐδαιμονῶ Eur. в этом я отнюдь не знаю счастья; εὐδαιμονοίης! Eur., Arph. будь счастлив!
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαιμονέω: μέλλ. -ήσω: πρκμ. εὐδαιμόνηκα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 6, 8: (εὐδαίμων). Εἶμαι εὐδαίμων, εὐτυχής, ὄλβιος, Ἡρόδ. 1. 170, Θουκ. 8. 24, Εὐρ., κλ.· τι, ὡς πρός τι, Ἡρόδ. 2. 177, Σοφ. Ἀντ. 506, κτλ.· εἰς ἅπαντα Εὐρ. Ἀποσπ. 46· ἐς θυγατέρας ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 541· ἔν τινι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3· - εὐδαιμονίης, τύπος εὐχῆς, εὐλογίας παρὰ τῷ Εὐρ. ἐν Ἠλ. 231, ἐν Φοιν. 1086, ἴδε Elmsl, ἐν Εὐρ. Μηδ. 1041 (1073)· παρῳδούμενος ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἀγ. 446. 457.
Greek Monotonic
εὐδαιμονέω: μέλ. -ήσω (εὐδαίμων), ευημερώ, είμαι τυχερός, ευτυχώ, σε Ηρόδ., Αττ.· εὐδαιμονοίης, μορφή ευχής, σε Ευρ.
Greek Monolingual
-έω (ΑΜ εὐδαιμονῶ, εὐδαιμονέω Μ και εὐδαιμονάω) ευδαίμων
είμαι πράγματι ευτυχισμένος, δεν έχω δυσκολίες ή στενοχώριες
αρχ.
1. πλεονεκτώ («ἡ τυραννὶς πολλὰ τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν... ἂ βούλεται», Σοφ.)
2. και ως ευχή («εὐδαιμονοίης», Ευρ.).
Middle Liddell
εὐδαιμονέω, fut. -ήσω εὐδαίμων
to be prosperous, well off, happy, Hdt., Attic:— εὐδαιμονοίης, as a form of blessing, Eur.