ἀναβολεύς: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναβολεύς:''' έως ὁ стремянный, (помогающий садиться на коня) конюх Plut. | |elrutext='''ἀναβολεύς:''' έως ὁ стремянный, (помогающий садиться на коня) конюх Plut. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἀναβολεύς]], -έως) [[ἀναβάλλω]]<br /><b>1.</b> (νεοελλ.-μσν.) ο εξαρτώμενος από τη [[σέλα]] [[μεταλλικός]] [[κρίκος]], όπου πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο [[άλογο]] και στηρίζουν τα πόδια τους [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ιππασίας, ο [[αναβατήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βοηθάει κάποιον να ιππεύσει, ο [[ιπποκόμος]].<br /><b>2.</b> <b>(Ανατ.)</b><br />το μικρότερο από τα [[τρία]] ακουστικά οστάρια. Η [[κεφαλή]] του αρθρώνεται με το μακρό [[σκέλος]] του άκμονα, ενώ η [[βάση]] του συνδέεται με την ωοειδή [[θυρίδα]] της αίθουσας. | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀναβάλλω]]<br />a [[groom]] who helps one to [[mount]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἀναβάλλω]]<br />a [[groom]] who helps one to [[mount]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 12 October 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A groom who helps one to mount, App.Pun.106, Plu.CG7.
2 stirrup, Eust.1406.5, Suid.
II lever, instrument for lifting, Heliod. ap. Orib.46.11.26, cf. Paul.Aeg.6.88.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
I 1palafrenero App.Pun.106, Plu.CG 7.
2 estribo Eust.1406.5, Sud.
3 medic. palanca Heliod. en Orib.46.11.26, Paul.Aeg.6.88.9.
II escapulario Soz.HE 3.14.8.
German (Pape)
[Seite 181] έως, ὁ, 1) der Reitknecht, der auf's Pferd hilft, Plut. C. Graech. 7; App. Pun. 106; bei den Persern ein Vornehmer, Arr. An. 1, 15, 8. – 2) bei den Chirurgen ein Instrument, etwas herauszuziehen. – 3) der Hebel, Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
écuyer qui aide à monter à cheval.
Étymologie: ἀναβάλλω.
Greek Monotonic
ἀναβολεύς: -έως, ἡ (ἀναβάλλω), θεράπων δούλος, υπηρέτης που βοηθά κάποιον να ανέβει, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβολεύς: έως ὁ стремянный, (помогающий садиться на коня) конюх Plut.
Greek Monolingual
ο (AM ἀναβολεύς, -έως) ἀναβάλλω
1. (νεοελλ.-μσν.) ο εξαρτώμενος από τη σέλα μεταλλικός κρίκος, όπου πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο άλογο και στηρίζουν τα πόδια τους κατά τη διάρκεια της ιππασίας, ο αναβατήρας
αρχ.
αυτός που βοηθάει κάποιον να ιππεύσει, ο ιπποκόμος.
2. (Ανατ.)
το μικρότερο από τα τρία ακουστικά οστάρια. Η κεφαλή του αρθρώνεται με το μακρό σκέλος του άκμονα, ενώ η βάση του συνδέεται με την ωοειδή θυρίδα της αίθουσας.