άμπωτη: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "<i>ῥωχία</i>" to "ῥαχία")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(της άμπωτης / της αμπώτιδος), η (Α [[ἄμπωτις]]) (νεοελλ. και [[άμπωτη]])<br />[[πτώση]] της στάθμης τών υδάτων, [[τράβηγμα]] τών νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀμπώτιδες</i><br />[[άμπωτις]] και [[πλημμυρίδα]] [[μαζί]], [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]], [[ελάττωση]] ρεύματος ή ροής<br /><b>3.</b> [[υποχώρηση]], [[πτώση]], [[ελάττωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> (με [[αποκοπή]] και [[αφομοίωση]]) <span style="color: red;">+</span> [[πίνω]]. Ο τ. [[ἀνάπωτις]] απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον <b>Ηρόδ.</b> σημαίνει την «[[επιστροφή]] της θάλασσας» σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[πλημμυρίς]] ή [[ῥαχία]]. Η [[διατήρηση]] του –<i>τ</i>- ([[αντί]] του ιωνικού –<i>σις</i>) κάνει πιστευτή την [[υπόθεση]] ότι ο <b>Ηρόδ.</b> υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη [[θάλασσα]] [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]])<br />[[πρβλ]]. λατ. [[resorbens unda]] και ότι η λ. πιθ. να [[είναι]] τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. [[ἀναπίνω]] (η [[ἀνάπωτις]] > [[ἄμπωτις]]-ο <i>ἀναπώτης</i>) ή και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές [[πρέπει]] να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. [[πίνω]] [[είναι]] συνηθέστερα το [[πότης]] και όχι το <i>πώτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμπωτίζω]].
|mltxt=(της άμπωτης / της αμπώτιδος), η (Α [[ἄμπωτις]]) (νεοελλ. και [[άμπωτη]])<br />[[πτώση]] της στάθμης τών υδάτων, [[τράβηγμα]] τών νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀμπώτιδες</i><br />[[άμπωτις]] και [[πλημμυρίδα]] [[μαζί]], [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]], [[ελάττωση]] ρεύματος ή ροής<br /><b>3.</b> [[υποχώρηση]], [[πτώση]], [[ελάττωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> (με [[αποκοπή]] και [[αφομοίωση]]) <span style="color: red;">+</span> [[πίνω]]. Ο τ. [[ἀνάπωτις]] απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον <b>Ηρόδ.</b> σημαίνει την «[[επιστροφή]] της θάλασσας» σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[πλημμυρίς]] ή [[ῥαχία]]. Η [[διατήρηση]] του –<i>τ</i>- ([[αντί]] του ιωνικού –<i>σις</i>) κάνει πιστευτή την [[υπόθεση]] ότι ο <b>Ηρόδ.</b> υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη [[θάλασσα]] [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]])<br />[[πρβλ]]. λατ. [[resorbens unda]] και ότι η λ. πιθ. να [[είναι]] τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. [[ἀναπίνω]] (η [[ἀνάπωτις]] > [[ἄμπωτις]]-ο <i>ἀναπώτης</i>) ή και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές [[πρέπει]] να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. [[πίνω]] [[είναι]] συνηθέστερα το [[πότης]] και όχι το <i>πώτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμπωτίζω]].
}}
{{trml
|trtx====[[ebb]]===
Bulgarian: отлив; Catalan: reflux; Chinese Mandarin: 退潮, 落潮; Czech: odliv; Danish: ebbe; Dutch: [[eb]]; Esperanto: forfluo; Finnish: luode, laskuvesi; French: [[reflux]], [[jusant]]; Galician: devalo, refluxo, vazante; Georgian: მიქცევა, მიქცევის დინება, ზღვის მიქცევა; German: [[Ebbe]]; Greek: [[άμπωτη]]; Ancient Greek: [[ἄμπωτις]], [[ἀνάπωτις]]; Hungarian: apály; Irish: aife, trá; Old Irish: aithbe or; Italian: [[riflusso]]; Middle English: ebbe; Persian: جزر‎; Polish: odpływ; Portuguese: [[vazante]], [[refluxo]]; Romanian: reflux; Russian: [[отлив]]; Spanish: [[reflujo]], [[marea]]; Swedish: ebb; Ukrainian: відплив; Welsh: trai
}}
}}

Latest revision as of 18:52, 27 October 2023

Greek Monolingual

(της άμπωτης / της αμπώτιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη)
πτώση της στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες
άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια
2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής
3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά (με αποκοπή και αφομοίωση) + πίνω. Ο τ. ἀνάπωτις απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον Ηρόδ. σημαίνει την «επιστροφή της θάλασσας» σε αντίθεση με τις λ. πλημμυρίς ή ῥαχία. Η διατήρηση του –τ- (αντί του ιωνικού –σις) κάνει πιστευτή την υπόθεση ότι ο Ηρόδ. υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη θάλασσα ἄμπωτις (θάλασσα)
πρβλ. λατ. resorbens unda και ότι η λ. πιθ. να είναι τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. ἀναπίνωἀνάπωτις > ἄμπωτις-ο ἀναπώτης) ή και την ίδια την ενέργεια του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. πίνω είναι συνηθέστερα το πότης και όχι το πώτης.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμπωτίζω.

Translations

ebb

Bulgarian: отлив; Catalan: reflux; Chinese Mandarin: 退潮, 落潮; Czech: odliv; Danish: ebbe; Dutch: eb; Esperanto: forfluo; Finnish: luode, laskuvesi; French: reflux, jusant; Galician: devalo, refluxo, vazante; Georgian: მიქცევა, მიქცევის დინება, ზღვის მიქცევა; German: Ebbe; Greek: άμπωτη; Ancient Greek: ἄμπωτις, ἀνάπωτις; Hungarian: apály; Irish: aife, trá; Old Irish: aithbe or; Italian: riflusso; Middle English: ebbe; Persian: جزر‎; Polish: odpływ; Portuguese: vazante, refluxo; Romanian: reflux; Russian: отлив; Spanish: reflujo, marea; Swedish: ebb; Ukrainian: відплив; Welsh: trai