ἀμφινέμομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Reichthum" to "Reichtum")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[νέμω]]), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835<b class="b2"> Πράκτιον:</b> ὅτι [[ἔνιοι]] ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. [[ὄλβος]] σε ἀμφινέμεται, Reichthum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[νέμω]]), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835<b class="b2"> Πράκτιον:</b> ὅτι [[ἔνιοι]] ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. [[ὄλβος]] σε ἀμφινέμεται, Reichtum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:44, 21 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινέμομαι Medium diacritics: ἀμφινέμομαι Low diacritics: αμφινέμομαι Capitals: ΑΜΦΙΝΕΜΟΜΑΙ
Transliteration A: amphinémomai Transliteration B: amphinemomai Transliteration C: amfinemomai Beta Code: a)mfine/momai

English (LSJ)

Med., dwell round, c. acc. loci, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Il.2.521; Ὄλυμπον ἀ., of gods, 18.186; Ἰθάκην Od.19.132; of constellations, δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον Arat.282: abs., D.P. 127, al.: metaph., σὲ ὄλβος ἀ. encompasses thee, Pi.P.5.14.

Spanish (DGE)

I 1poblar, habitar c. ac. Ὄλυμπον Il.18.186, Σάμον Il.2.634, cf. 521, 649, Od.19.132, Nonn.D.13.404, πόλιν Pi.Fr.119.2, ἕδρανον Nonn.D.13.312, πεδίον A.R.1.947, πεδίον τὸ Ἀρήιον A.R.3.409, οὐρανόν Q.S.10.289, ὄρεος κορυφάς A.R.4.1150, ῥίον A.R.1.1224, ῥόον Orph.A.1044, πόρον Opp.H.3.420.
2 estar situado junto a μετὰ ... δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον detras del Caballo vienen los dos Peces Arat.282
abs. estar congregado (αἶγες) σχεδόν Q.S.11.398
encontrarse, habitar νόσφιν A.R.2.999.
II c. ac. de pers. rodear σὲ ... πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται Pi.P.5.14.

German (Pape)

[Seite 141] (s. νέμω), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835 Πράκτιον: ὅτι ἔνιοι ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. ὄλβος σε ἀμφινέμεται, Reichtum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀμφενεμόμην;
résider autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, νέμομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινέμομαι:
1 жить вокруг, т. е. обитать, населять (Κρήτην, Ὄλυμπον Hom.; πόλιν Pind.);
2 окружать (ὄλβος ἀμφινέμεταί τινα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινέμομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι πέριξ: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., ὄλβος σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ πυρός, ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι.

English (Autenrieth)

only pres. and ipf.: dwell around, or dwell around in, Il. 2.521, Od. 19.132.

Greek Monolingual

ἀμφινέμομαι (Α)
1. κατοικώ γύρω από κάποιον ή κάπου
2. περιβάλλω, περιστοιχίζω.

Greek Monotonic

ἀμφινέμομαι: Μέσ., λέγεται για βοοειδή, περιτρέφομαι, (βόσκω τριγύρωέπειτα λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, διαμένω τριγύρω, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


Mid., of cattle, to feed around: then, of men, to dwell round, c. acc. loci, Il.