ἡλιάς: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ilias | |Transliteration C=ilias | ||
|Beta Code=h(lia/s | |Beta Code=h(lia/s | ||
|Definition=ἡλιάδος, ἡ, fem. of [[ἡλιακός]], [[ἀκτίς]] Orac. ap. Luc.''Alex.''34;<br><span class="bld">A</span> Ῥόδος Id.''Am.''7.<br><span class="bld">II</span> [[Ἡλιάδες]], αἱ, [[daughters of the Sun]], who were changed into poplars and wept amber, Parm.1.9, A.R.4.604, Str.5.1.9; ἡ Ἡλιὰς αἴγειρος Philostr.''VA''5.5.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἡλιάδες· αἱ κατάχρυσοι κλῖναι</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | |Definition=ἡλιάδος, ἡ, fem. of [[ἡλιακός]], [[ἀκτίς]] Orac. ap. Luc.''Alex.''34;<br><span class="bld">A</span> [[Ῥόδος]] Id.''Am.''7.<br><span class="bld">II</span> [[Ἡλιάδες]], αἱ, [[daughters of the Sun]], who were changed into poplars and wept amber, Parm.1.9, A.R.4.604, Str.5.1.9; ἡ Ἡλιὰς [[αἴγειρος]] Philostr.''VA''5.5.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἡλιάδες· αἱ κατάχρυσοι κλῖναι</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡλιάς:''' άδος adj. f солнечная ([[ἀκτίς]] Luc.): ἡ. [[Ῥόδος]] Luc. Родос, посвященный богу солнца. | |elrutext='''ἡλιάς:''' άδος adj. f [[солнечная]] ([[ἀκτίς]] Luc.): ἡ. [[Ῥόδος]] Luc. [[Родос]], посвященный богу солнца. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:56, 19 December 2023
English (LSJ)
ἡλιάδος, ἡ, fem. of ἡλιακός, ἀκτίς Orac. ap. Luc.Alex.34;
A Ῥόδος Id.Am.7.
II Ἡλιάδες, αἱ, daughters of the Sun, who were changed into poplars and wept amber, Parm.1.9, A.R.4.604, Str.5.1.9; ἡ Ἡλιὰς αἴγειρος Philostr.VA5.5.
III ἡλιάδες· αἱ κατάχρυσοι κλῖναι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1160] άδος, ἡ, fem. zum Vorigen; ἀκτίς, Sonnenstrahl, im Orak. bei Luc. Alex. 34; auch Ῥόδος, dem Ἥλιος beilig, am. 7; – öfter κούρη, s. nom. propr.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
solaire.
Étymologie: ἥλιος.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιάς: άδος adj. f солнечная (ἀκτίς Luc.): ἡ. Ῥόδος Luc. Родос, посвященный богу солнца.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., ἀκτὶς Χρησμ. παρὰ Λουκ. Ἀλεξ. 34∙ Ρόδος ὁ αὐτ. Ἔρωσ. 7. ΙΙ. Ἡλιάδες, αἱ θυγατέρες τοῦ Ἡλίου μεταβληθεῖσαι εἰς αἰγείρους καὶ δακρύουσαι ἤλεκτρον, Παρμενίδ. 9, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 604, Πλίν. 37. 2, 11∙ ἡ Ἡλιὰς αἴγειρος Φιλόστρ. 190.
Greek Monolingual
ἡλιάς, ἡ (Α) (μτγν. θηλ. του επίθ. ηλιακός) ήλιος
1. η ηλιακή («ἡλιὰς ἀκτίς»)
2. στον πληθ. αἱ Ἡλιάδες
οι αδελφές του Φαέθοντος που από τη λύπη τους για τον θάνατο του αδελφού τους μεταμορφώθηκαν σε αιγείρους, δηλ. σε ψηλές λεύκες
3. η αφιερωμένη στον ήλιο («τῆς ἡλιάδος ἁψόμενοι Ῥόδου» — αφού προσεγγίσατε τη Ρόδο,την αφιερωμένη στον ήλιο, Λουκιαν.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡλιάδες
αἱ κατάχρυσοι κλῑναι».
Greek Monotonic
ἡλιάς: -άδος, θηλ. επίθ. που αναφέρεται στον ήλιο, η ηλιακή, σε Χρησμ. παρά Λουκ.
Middle Liddell
ἡλιάς, άδος,
fem. adj. of the sun, ap. Luc.