ἐχινέες: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχινέες]], οἱ (Α) [[εχίνος]]<br />(η αιτ. <i>ἐχῑνας</i> στον <b>Αριστοτ.</b>) [[είδος]] ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις [[τρίχες]] που ζουν στη [[Λιβύη]].
|mltxt=[[ἐχινέες]], οἱ (Α) [[εχίνος]]<br />(η αιτ. <i>ἐχῖνας</i> στον <b>Αριστοτ.</b>) [[είδος]] ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις [[τρίχες]] που ζουν στη [[Λιβύη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:22, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῑνέες Medium diacritics: ἐχινέες Low diacritics: εχινέες Capitals: ΕΧΙΝΕΕΣ
Transliteration A: echinées Transliteration B: echinees Transliteration C: echinees Beta Code: e)xine/es

English (LSJ)

οἱ, kind of mouse with rough bristling hair, in Libya, Hdt. 4.192 (v.l. ἐχῖνες): acc. pl. ἐχῖνας Arist.Mir.832b3.

German (Pape)

[Seite 1126] αἱ, eine Art libyscher Mäuse mit stachlichten Haaren, Her. 4, 192, v.l. ἐχῖνες.

French (Bailly abrégé)

έων (αἱ) :
sorte de rats à poil hérissé, de Libye, animal.
Étymologie: ἐχῖνος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῑνέες: έων οἱ эхины (ливийская разновидность грызунов с колючей шерстью) Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνέες: ἢ ἐχῖνες, οἱ, εἶδος μυὸς ἔχοντος τραχείας καὶ ἀκανθώδεις τρίχας, ζῶντος δὲ ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 28.

Greek Monolingual

ἐχινέες, οἱ (Α) εχίνος
(η αιτ. ἐχῖνας στον Αριστοτ.) είδος ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις τρίχες που ζουν στη Λιβύη.

Greek Monotonic

ἐχῑνέες: ή ἐχῖνες, οἱ, είδος ποντικιού με αγκαθωτές τρίχες, που ζει στη Λιβύη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


a kind of mouse with bristly hair, in Libya, Hdt.