ενέχυρο: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐνέχυρον]])<br />[[αντικείμενο]] αξίας μεγαλύτερης από το [[δάνειο]], που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για [[εξασφάλιση]] του δανείου, κν. [[αμανάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> εμπράγματο [[δικαίωμα]] που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του [[πάνω]] σε κινητό [[αντικείμενο]] που [[είναι]] δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην [[κατοχή]] του δανειστή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]] («ἐνέχυρα βίου, [[τουτέστι]] | |mltxt=το (AM [[ἐνέχυρον]])<br />[[αντικείμενο]] αξίας μεγαλύτερης από το [[δάνειο]], που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για [[εξασφάλιση]] του δανείου, κν. [[αμανάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> εμπράγματο [[δικαίωμα]] που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του [[πάνω]] σε κινητό [[αντικείμενο]] που [[είναι]] δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην [[κατοχή]] του δανειστή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]] («ἐνέχυρα βίου, [[τουτέστι]] παῖδας», Αρμεν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε [[δέσμευση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (για [[γυναικόπαιδα]]) όμηροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>ἐν ἐχύρῳ</i> (<b>βλ.</b> [[εχυρός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
το (AM ἐνέχυρον)
αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης από το δάνειο, που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για εξασφάλιση του δανείου, κν. αμανάτι
νεοελλ.
(νομ.) εμπράγματο δικαίωμα που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του πάνω σε κινητό αντικείμενο που είναι δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην κατοχή του δανειστή του
μσν.
εγγύηση («ἐνέχυρα βίου, τουτέστι παῖδας», Αρμεν.)
αρχ.
1. αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε δέσμευση
2. στον πληθ. (για γυναικόπαιδα) όμηροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἐν ἐχύρῳ (βλ. εχυρός)].