ενέχυρο: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐνέχυρον]])<br />[[αντικείμενο]] αξίας μεγαλύτερης από το [[δάνειο]], που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για [[εξασφάλιση]] του δανείου, κν. [[αμανάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> εμπράγματο [[δικαίωμα]] που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του [[πάνω]] σε κινητό [[αντικείμενο]] που [[είναι]] δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην [[κατοχή]] του δανειστή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]] («ἐνέχυρα βίου, [[τουτέστι]] παῑδας», Αρμεν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε [[δέσμευση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (για [[γυναικόπαιδα]]) όμηροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>ἐν ἐχύρῳ</i> (<b>βλ.</b> [[εχυρός]])].
|mltxt=το (AM [[ἐνέχυρον]])<br />[[αντικείμενο]] αξίας μεγαλύτερης από το [[δάνειο]], που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για [[εξασφάλιση]] του δανείου, κν. [[αμανάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> εμπράγματο [[δικαίωμα]] που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του [[πάνω]] σε κινητό [[αντικείμενο]] που [[είναι]] δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην [[κατοχή]] του δανειστή του<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]] («ἐνέχυρα βίου, [[τουτέστι]] παῖδας», Αρμεν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε [[δέσμευση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (για [[γυναικόπαιδα]]) όμηροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>ἐν ἐχύρῳ</i> (<b>βλ.</b> [[εχυρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

το (AM ἐνέχυρον)
αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης από το δάνειο, που δίνει ο δανειζόμενος στον δανειστή για εξασφάλιση του δανείου, κν. αμανάτι
νεοελλ.
(νομ.) εμπράγματο δικαίωμα που αποκτάται από τον δανειστή για να εξασφαλίσει την απαίτησή του πάνω σε κινητό αντικείμενο που είναι δυνατό να πουληθεί και το οποίο ο δανειζόμενος παραδίδει στην κατοχή του δανειστή του
μσν.
εγγύηση («ἐνέχυρα βίου, τουτέστι παῖδας», Αρμεν.)
αρχ.
1. αυτό που κατακρατείται για οποιαδήποτε δέσμευση
2. στον πληθ. (για γυναικόπαιδα) όμηροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἐν ἐχύρῳ (βλ. εχυρός)].