ευετηρία: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐετηρία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> καλό [[έτος]], καλή [[χρονιά]], καλή [[σοδειά]] (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει», <b>Ξεν.</b><br />β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας [[εἶναι]] τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι [[είναι]] [[απόδειξη]] ακμαιότητας τών προβάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ευτυχία]], [[αφθονία]], [[προκοπή]]<br /><b>3.</b> (προσωποποιημένο) <i>Εὐετηρία</i><br />όνομα θεάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ετηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), [[πρβλ]]. [[δεκαετηρία]], [[δυσετηρία]]].
|mltxt=[[εὐετηρία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> καλό [[έτος]], καλή [[χρονιά]], καλή [[σοδειά]] (α. «ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει», <b>Ξεν.</b><br />β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας [[εἶναι]] τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι [[είναι]] [[απόδειξη]] ακμαιότητας τών προβάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ευτυχία]], [[αφθονία]], [[προκοπή]]<br /><b>3.</b> (προσωποποιημένο) <i>Εὐετηρία</i><br />όνομα θεάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ετηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), [[πρβλ]]. [[δεκαετηρία]], [[δυσετηρία]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

εὐετηρία, ἡ (Α)
1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν.
β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας εἶναι τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι είναι απόδειξη ακμαιότητας τών προβάτων, Αριστοτ.)
2. (γενικά) ευτυχία, αφθονία, προκοπή
3. (προσωποποιημένο) Εὐετηρία
όνομα θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ετηρία (< έτος), πρβλ. δεκαετηρία, δυσετηρία].