δη: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δή (Α)<br />([[μόριο]])<br /><b>1.</b> <b>χρον.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], [[τώρα]], [[τότε]], ήδη («δὴ [[τότε]]», «δή ῥα [[τότε]]» γ. «[[ἐννέα]] δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» — πέρασαν ήδη [[εννιά]] [[χρόνια]]<br />δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ' [[ἦμαρ]]» — αυτή [[είναι]] ακριβώς η [[έκτη]] [[μέρα]]<br />ε. «[[τόδε]] δή» — αυτή τη [[στιγμή]] ακριβώς)<br /><b>2.</b> (εμφαντικό [[μόριο]]) [[πράγματι]], βέβαια (α. «νῦν δὲ ὁρᾱτε δή» — [[τώρα]] [[πράγματι]] βλέπετε... β. «σοφιστὴν δή τι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα» — τον αποκαλούν σοφιστή ως γνωστόν<br />γ. «ἅτε δὴ ἐόντες» — [[επειδή]] [[πράγματι]] ήταν... δ. «ὡς φόνον νίζουσα δή» — [[τάχα]] σαν να ξέπλενε το [[αίμα]])<br /><b>3.</b> (μεταβατικό, εξακολουθητικό) [[λοιπόν]], [[έτσι]] [[λοιπόν]] («τὴν μὲν δὴ [[τυραννίδα]] [[οὕτως]] εἶχον»)<br /><b>4.</b> (επιτατικό) α) «καὶ [[μετὰ]] ὅπλων γε δή» — και [[πάνω]] απ' όλα, με όπλα<br />β) «εἰ δὲ δὴ [[πόλεμος]] ἥξει» — και, [[κυρίως]], αν ξεσπάσει [[πόλεμος]]<br /><b>5.</b> «καὶ δή» — και [[μάλιστα]], και [[επιπλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παλιά]] οργανική [[πτώση]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>d</i><i>ē</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>d</i><i>ē</i>, αρχ. ιρλ. <i>dῑ</i>). Η [[σχέση]] με τα <i>δαι</i>, <i>δε</i> [[είναι]] πιθανή.
|mltxt=δή (Α)<br />([[μόριο]])<br /><b>1.</b> <b>χρον.</b> σ' αυτό το [[σημείο]], [[τώρα]], [[τότε]], ήδη («δὴ [[τότε]]», «δή ῥα [[τότε]]» γ. «[[ἐννέα]] δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» — πέρασαν ήδη [[εννιά]] [[χρόνια]]<br />δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ' [[ἦμαρ]]» — αυτή [[είναι]] ακριβώς η [[έκτη]] [[μέρα]]<br />ε. «[[τόδε]] δή» — αυτή τη [[στιγμή]] ακριβώς)<br /><b>2.</b> (εμφαντικό [[μόριο]]) [[πράγματι]], βέβαια (α. «νῦν δὲ ὁρᾱτε δή» — [[τώρα]] [[πράγματι]] βλέπετε... β. «σοφιστὴν δή τι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα» — τον αποκαλούν σοφιστή ως γνωστόν<br />γ. «ἅτε δὴ ἐόντες» — [[επειδή]] [[πράγματι]] ήταν... δ. «ὡς φόνον νίζουσα δή» — [[τάχα]] σαν να ξέπλενε το [[αίμα]])<br /><b>3.</b> (μεταβατικό, εξακολουθητικό) [[λοιπόν]], [[έτσι]] [[λοιπόν]] («τὴν μὲν δὴ [[τυραννίδα]] [[οὕτως]] εἶχον»)<br /><b>4.</b> (επιτατικό) α) «καὶ [[μετὰ]] ὅπλων γε δή» — και [[πάνω]] απ' όλα, με όπλα<br />β) «εἰ δὲ δὴ [[πόλεμος]] ἥξει» — και, [[κυρίως]], αν ξεσπάσει [[πόλεμος]]<br /><b>5.</b> «καὶ δή» — και [[μάλιστα]], και [[επιπλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παλιά]] οργανική [[πτώση]] <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>d</i><i>ē</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>d</i><i>ē</i>, αρχ. ιρλ. <i>dῖ</i>). Η [[σχέση]] με τα <i>δαι</i>, <i>δε</i> [[είναι]] πιθανή.
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

δή (Α)
(μόριο)
1. χρον. σ' αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» — πέρασαν ήδη εννιά χρόνια
δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ' ἦμαρ» — αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα
ε. «τόδε δή» — αυτή τη στιγμή ακριβώς)
2. (εμφαντικό μόριο) πράγματι, βέβαια (α. «νῦν δὲ ὁρᾱτε δή» — τώρα πράγματι βλέπετε... β. «σοφιστὴν δή τι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα» — τον αποκαλούν σοφιστή ως γνωστόν
γ. «ἅτε δὴ ἐόντες» — επειδή πράγματι ήταν... δ. «ὡς φόνον νίζουσα δή» — τάχα σαν να ξέπλενε το αίμα)
3. (μεταβατικό, εξακολουθητικό) λοιπόν, έτσι λοιπόν («τὴν μὲν δὴ τυραννίδα οὕτως εἶχον»)
4. (επιτατικό) α) «καὶ μετὰ ὅπλων γε δή» — και πάνω απ' όλα, με όπλα
β) «εἰ δὲ δὴ πόλεμος ἥξει» — και, κυρίως, αν ξεσπάσει πόλεμος
5. «καὶ δή» — και μάλιστα, και επιπλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παλιά οργανική πτώση < ΙΕ dē (πρβλ. λατ. dē, αρχ. ιρλ. dῖ). Η σχέση με τα δαι, δε είναι πιθανή.