πρόχους: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. [[πρόχοος]] και ιων. τ. [[πρόχος]], Α<br /><b>αρχαιολ.</b> μόνωτο [[αγγείο]], [[κανάτα]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], με ψηλό λαιμό και με [[προχοή]] στο [[στόμιο]], που τή χρησιμοποιούσαν για [[πλύσιμο]] τών χεριών τών καλεσμένων ή ως [[οινοχόη]] για να γεμίζουν με [[κρασί]] τα ποτήρια ή για [[προσφορά]] χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πρόχοος]] δὲ [[χαμαὶ]] βόμβησε πεσοῦσα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας [[ἄρδην]] πρόχου / | |mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. [[πρόχοος]] και ιων. τ. [[πρόχος]], Α<br /><b>αρχαιολ.</b> μόνωτο [[αγγείο]], [[κανάτα]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], με ψηλό λαιμό και με [[προχοή]] στο [[στόμιο]], που τή χρησιμοποιούσαν για [[πλύσιμο]] τών χεριών τών καλεσμένων ή ως [[οινοχόη]] για να γεμίζουν με [[κρασί]] τα ποτήρια ή για [[προσφορά]] χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πρόχοος]] δὲ [[χαμαὶ]] βόμβησε πεσοῦσα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας [[ἄρδην]] πρόχου / χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λήκυθος]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] υγρών στη [[Σικελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χους]] / -<i>χοος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χοFος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>porokowo</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 14:47, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ, Attic contr. for πρόχοος.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, att. = πρόχοος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
contr. att.
v. πρόχοος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και αττ. τ. πρόχοος και ιων. τ. πρόχος, Α
αρχαιολ. μόνωτο αγγείο, κανάτα με μεγάλη κοιλιά, με ψηλό λαιμό και με προχοή στο στόμιο, που τή χρησιμοποιούσαν για πλύσιμο τών χεριών τών καλεσμένων ή ως οινοχόη για να γεμίζουν με κρασί τα ποτήρια ή για προσφορά χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», Ομ. Οδ.
β. «πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα», Ομ. Οδ.
γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου / χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
αρχ.
1. λήκυθος
2. μέτρο υγρών στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -χους / -χοος (< -χοFος < χέω). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. porokowo].
Russian (Dvoretsky)
πρόχους: ἡ стяж. = πρόχοος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κανάτι). Ἀπό τό προχέω → πρό + χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.