στυράκινος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, ΜΑ<br />κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από το [[ξύλο]] του δένδρου [[στύραξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
|mltxt=-ίνη, -ον, ΜΑ<br />κατασκευασμένος με στύρακα («χρῖσμα στυράκινον», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από το [[ξύλο]] του δένδρου [[στύραξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύραξ]], -<i>ακος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠρᾰκῐνος Medium diacritics: στυράκινος Low diacritics: στυράκινος Capitals: ΣΤΥΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: styrákinos Transliteration B: styrakinos Transliteration C: styrakinos Beta Code: stura/kinos

English (LSJ)

η, ον, (στύραξ (A))
A made of storax, χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον Edict.Diocl.Delph.8.
2 made of the wood of the tree στύραξ, ἀκοντίσματα Str.12.7.3; ῥάβδος LXX Ge.30.37.

German (Pape)

[Seite 959] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de styrax;
2 fait en bois de styrax.
Étymologie: στύραξ.

Greek (Liddell-Scott)

στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (στύραξ) πεποιημένος ἐκ στύρακος· χρῖσμα στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.

Spanish

de estoraque

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, ΜΑ
κατασκευασμένος με στύρακα («χρῖσμα στυράκινον», Διοσκ.)
αρχ.
κατασκευασμένος από το ξύλο του δένδρου στύραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, -ακος (Ι) + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον (στύραξ), κατασκευασμένος από ξύλο δέντρου, από ρητινώδες κόμμι, στύραξ, σε Στράβ.

Middle Liddell

στῠρᾰ́κῐνος, η, ον στύραξ
made of the wood of the tree στύραξ, Strab.

Léxico de magia

-ον de estoraque ref. a aceite τὸ δὲ σῶμα συνάλειψαι στυρακίνῳ ἐλαίῳ unge también el cuerpo con aceite de estoraque P IV 1339