ῥίγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />(υπερθ. του <i>ῥῑγος</i>)<br /><b>1.</b> ο πιο [[φρικτός]], φρικτότατος, φοβερότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[ῥῖγος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥίγιον]])].
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />(υπερθ. του <i>ῥῖγος</i>)<br /><b>1.</b> ο πιο [[φρικτός]], φρικτότατος, φοβερότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[ῥῖγος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥίγιον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιστος Medium diacritics: ῥίγιστος Low diacritics: ρίγιστος Capitals: ΡΙΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: rhígistos Transliteration B: rhigistos Transliteration C: rigistos Beta Code: r(i/gistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. formed from ῥιγέω, most horrible, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν Il.5.873; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215, cf. 292; ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν Nic.Th.64.

German (Pape)

[Seite 842] superl. zu ῥίγιον, am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus glacial ; le plus terrible ; Sp. neutre adv. • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.
Étymologie: Sp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος (ὡς τὸ κύδιστος ἐκ τοῦ κῦδος), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ Ζεὺς ῥίγιστος ἀλιτροῖς «ὅστις φοβερός ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
(υπερθ. του ῥῖγος)
1. ο πιο φρικτός, φρικτότατος, φοβερότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του ῥῖγος (βλ. λ. ῥίγιον)].

Greek Monotonic

ῥίγιστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το ῥῖγος (όπως το κύδιστος από το κῦδος), ψυχρότατος, παγερότατος, τρομερότατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ῥίγιστος, η, ον [Sup. adj. formed from ῥῖγος (as κῦ/διστος from κῦδοσ)]
coldest: most horrible, Il.