Ἰόνιος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Ionios
|Transliteration C=Ionios
|Beta Code=*)io/nios
|Beta Code=*)io/nios
|Definition=[ῑ], α, ον, (Ἰώ) of or [[called after Io]], [[epithet]] of the sea between Epirus and Italy, at the mouth of the Adriatic sea, across which Io swam, πόντιος μυχὸς.. Ἰόνιος κεκλήσεται, τῆς σῆς πορείας μνῆμα A.''Pr.'' 840; another expl. in Theopomp.Hist.125; Ἰ. κόλπος [[Herodotus|Hdt.]]6.127, Th.1.24; [[θάλασσα]], [[πόρος]], Pi.''P.''3.68, ''N.''4.53; also simply ὁ Ἰόνιος Th. 6.30; later Ἰόνιον πέλαγος ''AP''6.251 (Phil.).
|Definition=[ῑ], α, ον, (Ἰώ) of or [[called after Io]], [[epithet]] of the sea between Epirus and Italy, at the mouth of the Adriatic sea, across which Io swam, πόντιος μυχὸς.. Ἰόνιος κεκλήσεται, τῆς σῆς πορείας μνῆμα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]'' 840; another expl. in Theopomp.Hist.125; Ἰ. κόλπος [[Herodotus|Hdt.]]6.127, Th.1.24; [[θάλασσα]], [[πόρος]], Pi.''P.''3.68, ''N.''4.53; also simply ὁ Ἰόνιος Th. 6.30; later Ἰόνιον πέλαγος ''AP''6.251 (Phil.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 09:20, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰόνιος Medium diacritics: Ἰόνιος Low diacritics: Ιόνιος Capitals: ΙΟΝΙΟΣ
Transliteration A: Iónios Transliteration B: Ionios Transliteration C: Ionios Beta Code: *)io/nios

English (LSJ)

[ῑ], α, ον, (Ἰώ) of or called after Io, epithet of the sea between Epirus and Italy, at the mouth of the Adriatic sea, across which Io swam, πόντιος μυχὸς.. Ἰόνιος κεκλήσεται, τῆς σῆς πορείας μνῆμα A.Pr. 840; another expl. in Theopomp.Hist.125; Ἰ. κόλπος Hdt.6.127, Th.1.24; θάλασσα, πόρος, Pi.P.3.68, N.4.53; also simply ὁ Ἰόνιος Th. 6.30; later Ἰόνιον πέλαγος AP6.251 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'Ionie, ionien ; ὁ Ἰόνιος (πόρος ou πόντος) THC la mer Ionienne.
Étymologie: Ἴων.

Russian (Dvoretsky)

Ἰόνιος: (ῑο) ионический, ионийский Her. etc.
II ὁ (sc. πόντος или πόρος) Ионическое море Thuc., Arst., Diod. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰόνιος: ῑ, α, ον, (Ἰὼ) ὀνομασθεὶς ἐκ τοῦ ὀνόματος τῆς Ἰοῦς, Ἰόνιος κόλποςπόρος, ἡ θάλασσα μεταξὺ τῆς Ἠπείρου καὶ Ἰταλίας, κατὰ τὸ ἄνοιγμα τῆς Ἀδριατικῆς θαλάσσης, ἢν διεκολύμβησεν ἡ Ἰώ, πόντιος μυχὸς... Ἰόνιος κεκλήσεται, τῆς σῆς πορείας μνῆμα Αἰσχύλ. Πρ. 839, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 127, Πινδ. Ν. 4. 87, Θουκ., κλ.˙ ὡσαύτως ἁπλῶς, ὁ Ἰόνιος ὁ αὐτ. 6. 30˙ βραδύτερον, Ἰόνιον πέλαγος Ἀνθ. Π. 6. 251, πρβλ. Ἰωνικός. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 211.

Greek Monotonic

Ἰόνιος: [ῑ], -α, -ον (Ἰώ), αυτός που χαρακτηρίζει ή πήρε το όνομά του από την Ιώ· Ἰόνιος κόλπος ή πόρος, η θάλασσα μεταξύ της Ηπείρου και της Ιταλίας στην οποία κολύμπησε η Ιώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

Ἰ¯όνιος, η, ον [Ἰώ]
of or called after Io, Ἰόνιος κόλπος or πόρος, the sea between Epirus and Italy, across which Io swam, Hdt., Aesch., etc.