воспитывать: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συντρέφω]], [[δημιουργέω]], [[κουρίζω]], [[ἐννεοσσεύω]], [[ἐννεοττεύω]], [[ἐντρέφω]], [[ἐκπαιδεύω]], [[παιδαγωγέω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[παιδεύω]], [[ἐκτρέφω]], [[προστρέφω]], [[ἀνατρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[νεοσσοτροφέω]], [[νεοττοτροφέω]], [[ἀτιτάλλω]], [[κομίζω]], [[πωλοδαμνέω]], [[κατασχηματίζω]], [[ἐμφυσιόω]], [[ἐμφυτεύω]], [[καταρτύω]], [[καταμελετάω]], [[ἠθοποιέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[προάγω]], [[ἄγω]], [[ῥυθμίζω]], [[μελετάω]] | |rueltext=[[συντρέφω]], [[δημιουργέω]], [[κουρίζω]], [[ἐννεοσσεύω]], [[ἐννεοττεύω]], [[ἐντρέφω]], [[ἐκπαιδεύω]], [[παιδαγωγέω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[παιδεύω]], [[ἐκτρέφω]], [[προστρέφω]], [[ἀνατρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[νεοσσοτροφέω]], [[νεοττοτροφέω]], [[ἀτιτάλλω]], [[κομίζω]], [[πωλοδαμνέω]], [[κατασχηματίζω]], [[ἐμφυσιόω]], [[ἐμφυτεύω]], [[καταρτύω]], [[καταμελετάω]], [[ἠθοποιέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[προάγω]], [[ἄγω]], [[ῥυθμίζω]], [[μελετάω]], [[θεραπεύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 13 February 2024
Russian > Greek
συντρέφω, δημιουργέω, κουρίζω, ἐννεοσσεύω, ἐννεοττεύω, ἐντρέφω, ἐκπαιδεύω, παιδαγωγέω, διαπαιδαγωγέω, παιδεύω, ἐκτρέφω, προστρέφω, ἀνατρέφω, ἐκτιθηνέομαι, νεοσσοτροφέω, νεοττοτροφέω, ἀτιτάλλω, κομίζω, πωλοδαμνέω, κατασχηματίζω, ἐμφυσιόω, ἐμφυτεύω, καταρτύω, καταμελετάω, ἠθοποιέω, κατασκευάζω, ἀπεργάζομαι, προάγω, ἄγω, ῥυθμίζω, μελετάω, θεραπεύω