ἀνείργω: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[keep]] [[back]], [[restrain]], Hom., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 3 March 2024
English (LSJ)
A keep back, restrain, used by Hom. always in Ep. impf., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Il.3.77; μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω 17.752; so ἀ. τὸν θυμόν Pl.Lg.731d; τοὺς στρατιώτας X.HG7.1.31; ταῖς τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Is.8; τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7: c. acc. et inf., ἀ. μὴ διασκίσνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.D Deor.20.5:—f.l. in X.Cyr.5.4.45 (leg. ἀνειρμένοις).
II force back, D.H.3.32.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀνέεργε Il.3.77]
1 hacer retroceder, contener, detener Τρώων ... φάλαγγας Il.l.c., μάχην Il.17.752, τοὺς στρατιώτας X.HG 7.1.31, a los perros, X.Cyn.3.7, ἡ σελήνη ... ἀνείργει τὰς ... αὐγάς (los rayos enviados por el sol a la tierra), Ach.Tat.Intr.Arat.19
•alejar a los malvados, D.25.48, τὸ πλῆθος Sch.A.Eu.566
•aor. med.-pas. alejarse, ser alejado οὐ μέντοι καὶ ἀνείρχθη διὰ τοῦτο ὁ δῆμος D.C.72.13.5, εἰ μὴ ... ἀνειρχθῶσι ἀπὸ τοῦ νομοῦ BGU 1762.9.
2 fig. contener τὸν θυμόν Pl.Lg.731d
•poner freno τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Isoc.8
•alejar ἑαυτοὺς ... τῆς ... ἀδικίας Plu.2.730b, τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7.
3 c. μή impedir μὴ πρόσω διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.DDeor.20.5, pero ὅπως τοὺς ἐς τὴν πόλιν ἀποχωρήσοντας πολεμίους ἀνείργοιεν para que impidiesen (sc. retirarse a la ciudad) a los enemigos que iban a retirarse a la ciudad Polyaen.1.40.9.
German (Pape)
[Seite 220] ep. u. ion. ἀνέργω, zurückdrängen, abwehren, Hom., ἀνέεργον φάλαγγας, μάχην, Il. 3, 77. 7. 55. 17, 752; τοὺς ὁρμῶντας Din. 2, 23; τὸν θυμὸν πραΰνειν Plat. Legg. V, 731 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
refouler (l'ennemi).
Étymologie: ἀνά, εἵργω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείργω: эп. ἀνεέργω
1 сдерживать, удерживать (τὸν θυμόν Xen.): ἀ. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc. следить, чтобы стадо не разбрелось;
2 оттеснять, отражать, удерживать (φάλαγγας Hom.; τοὺς στρατιώτας Xen.; τὸν ὄχλον βακτηρίαις Plut.): ἀνειργμένοις τοῖς σκευοφόροις Xen. вытянув обоз в узкую линию.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείργω: ἀναστέλλω, ἀναχαιτίζω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. παρατ., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Ἰλ. Γ. 77· μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω. Ρ. 752· οὕτως, ἀν. τὸν θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 731D· τοὺς στρατιώτας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31: μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀν. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 5: ― παρὰ Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45, ἀνειργμένοις... τοῖς σκευοφόροις φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχοντες τὰ σκευοφόρα ἐν μακρᾷ καὶ λεπτῇ γραμμή, - ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἀνειρμένοις.
Greek Monolingual
ἀνείργω (Α)
αναστέλλω, αναχαιτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + είργω ή είργω, αττ. τ. του έργω «εμποδίζω»].
Greek Monotonic
ἀνείργω: Επικ. παρατ. ἀνέεργον· εμποδίζω, αναχαιτίζω, περιορίζω, σε Όμηρ., Ξεν.