τοξόκλυτος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τοξόκλῠτος:''' | |elrutext='''τοξόκλῠτος:''' славный (своим) луком Pind. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
English (LSJ)
τοξόκλυτον, famed for archery, Pi.Fr.312, B.10.39.
German (Pape)
[Seite 1128] s. τοξίκλυτος.
Russian (Dvoretsky)
τοξόκλῠτος: славный (своим) луком Pind.
Greek (Liddell-Scott)
τοξόκλῠτος: -ον, περίφημος ἐπὶ τῷ τόξῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 279 (Σχόλ. Ἑνετικ. Β. εἰς Ἰλ. Χ. 51).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που είναι ξακουστός για το τόξο του, για τις ικανότητές του στην τοξοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κλυτός «ονομαστός, ένδοξος» (< κλύω)].