τρυγοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (elru replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῠγοδαίμων:''' ονος ὁ (ср. [[τρυγῳδός]]; шутл. по созвучию с κακοδαίμον) [[проклятый комедиограф]] rph.
|elrutext='''τρῠγοδαίμων:''' ονος ὁ (ср. [[τρυγῳδός]]; шутл. по созвучию с κακοδαίμον) проклятый комедиограф Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγοδαίμων Medium diacritics: τρυγοδαίμων Low diacritics: τρυγοδαίμων Capitals: ΤΡΥΓΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: trygodaímōn Transliteration B: trygodaimōn Transliteration C: trygodaimon Beta Code: trugodai/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, in Ar.Nu.296, for τρυγῳδός, with a play on κακοδαίμων, a poor-devil poet.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
poète de malheur.
Étymologie: τρύξ, δαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυγοδαίμων -ονος, ὁ, kruising van τρυγῳδός en κακοδαίμων, armzalige most-dichter. Aristoph. Nub. 296.

German (Pape)

ονος, ὁ, ein Hefendämon, Hefengespenst, Ar. Nub. 296, für τρυγῳδός, spottende Benennung schlechter Komödiendichter mit Anspielung auf κακοδαίμων.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγοδαίμων: ονος ὁ (ср. τρυγῳδός; шутл. по созвучию с κακοδαίμον) проклятый комедиограф Arph.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως λογοπαίγνιο με τη λέξη κακοδαίμων, αντί της λέξης τρυγῳδός) κακομοίρης ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + δαίμων. Η λ. έχει πλαστεί με λογοπαίγνιο προς το επίθ. κακοδαίμων αντί του τ. τρυγῳδός].

Greek Monotonic

τρῠγοδαίμων: -ονος, ὁ, κωμική λέξη, αντί τρυγῳδός, λογοπαίγνιο επί του κακοδαίμονος, κακομοίρης ποιητής, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγοδαίμων: -ονος, ὁ, ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 296, ἀντὶ τρυγῳδός. μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τοῦ κακοδαίμων, κακομοίρης ποιητής.

Middle Liddell

τρῠγο-δαίμων, ονος, ὁ,
Com. word for τρυγῳδός, with a play on κακοδαίμων, a poor-devil poet, Ar.