τρυγοδαίμων
English (LSJ)
-ονος, ὁ, in Ar.Nu.296, for τρυγῳδός, with a play on κακοδαίμων, a poor-devil poet.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
poète de malheur.
Étymologie: τρύξ, δαίμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυγοδαίμων -ονος, ὁ, kruising van τρυγῳδός en κακοδαίμων, armzalige most-dichter. Aristoph. Nub. 296.
German (Pape)
ονος, ὁ, ein Hefendämon, Hefengespenst, Ar. Nub. 296, für τρυγῳδός, spottende Benennung schlechter Komödiendichter mit Anspielung auf κακοδαίμων.
Russian (Dvoretsky)
τρῠγοδαίμων: ονος ὁ (ср. τρυγῳδός; шутл. по созвучию с κακοδαίμον) проклятый комедиограф Arph.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως λογοπαίγνιο με τη λέξη κακοδαίμων, αντί της λέξης τρυγῳδός) κακομοίρης ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + δαίμων. Η λ. έχει πλαστεί με λογοπαίγνιο προς το επίθ. κακοδαίμων αντί του τ. τρυγῳδός].
Greek Monotonic
τρῠγοδαίμων: -ονος, ὁ, κωμική λέξη, αντί τρυγῳδός, λογοπαίγνιο επί του κακοδαίμονος, κακομοίρης ποιητής, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγοδαίμων: -ονος, ὁ, ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 296, ἀντὶ τρυγῳδός. μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τοῦ κακοδαίμων, κακομοίρης ποιητής.
Middle Liddell
τρῠγο-δαίμων, ονος, ὁ,
Com. word for τρυγῳδός, with a play on κακοδαίμων, a poor-devil poet, Ar.