ἀρτίπους: Difference between revisions
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ποδος<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. y epigr. [[ἀρτίπος]] <i>Il</i>.9.505, <i>Od</i>.8.310, <i>AP</i> 5.287.4<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. ἀρτίπουν Hdt.3.130, ἀρτίπον Nonn.<i>D</i>.5.142]<br /><b class="num">1</b> [[perfectamente conformado de pies]], [[sano de pies]] op. a ‘[[cojo]]’ ὁ μὲν (Ares) κακός τε καὶ ἀ., αὐτὰρ [[ἐγώ]] γε (Hefesto) ἠπεδανὸς γενόμην <i>Od</i>.8.310, cf. Hdt.4.161, D.S.3.7, Them.<i>Or</i>.21.255c, Nonn.<i>D</i>.5.142, οὐδαμὰ ἔτι ἐλπίζοντα ἀρτίπουν ἔσεσθαι desesperando de volver a tener el pie sano</i> Hdt.3.130<br /><b class="num">•</b>de un [[gallo]], Ael.<i>Fr</i>.98<br /><b class="num">•</b>gener. [[sano]], [[físicamente íntegro]] [[κούρη]] <i>AP</i> [[l.c.]], cf. 9.644.5 (Agath.).<br /><b class="num">2</b> [[presto]], [[pronto de pies]] de Ate <i>Il</i>.l.c., αὐτὸς ἀ. θρῷσκε δόμους S.<i>Tr</i>.58, ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.<i>Lg</i>.795d, cf. Orác. en Plu.2.399b. | |dgtxt=-ποδος<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. y epigr. [[ἀρτίπος]] <i>Il</i>.9.505, <i>Od</i>.8.310, <i>AP</i> 5.287.4<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. ἀρτίπουν Hdt.3.130, ἀρτίπον Nonn.<i>D</i>.5.142]<br /><b class="num">1</b> [[perfectamente conformado de pies]], [[sano de pies]] op. a ‘[[cojo]]’ ὁ μὲν (Ares) κακός τε καὶ ἀ., αὐτὰρ [[ἐγώ]] γε (Hefesto) ἠπεδανὸς γενόμην <i>Od</i>.8.310, cf. Hdt.4.161, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.7, Them.<i>Or</i>.21.255c, Nonn.<i>D</i>.5.142, οὐδαμὰ ἔτι ἐλπίζοντα ἀρτίπουν ἔσεσθαι desesperando de volver a tener el pie sano</i> Hdt.3.130<br /><b class="num">•</b>de un [[gallo]], Ael.<i>Fr</i>.98<br /><b class="num">•</b>gener. [[sano]], [[físicamente íntegro]] [[κούρη]] <i>AP</i> [[l.c.]], cf. 9.644.5 (Agath.).<br /><b class="num">2</b> [[presto]], [[pronto de pies]] de Ate <i>Il</i>.l.c., αὐτὸς ἀ. θρῷσκε δόμους S.<i>Tr</i>.58, ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.<i>Lg</i>.795d, cf. Orác. en Plu.2.399b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:55, 27 March 2024
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ἀρτίπουν, τό, gen. ἀρτίποδος: Ep. nom. ἀρτίπος:
I (ἄρτιος, πούς) sound of foot, ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, opp. χωλός, Od.8.31c, cf. Hdt.3.130, Them.Or.21.255c.
2 generally, strong of foot or swift of foot, ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Il.9.505; ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg.795d.
II (ἄρτι, πούς) coming just in time, S.Tr.58.
Spanish (DGE)
-ποδος
• Alolema(s): ép. y epigr. ἀρτίπος Il.9.505, Od.8.310, AP 5.287.4
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [ac. ἀρτίπουν Hdt.3.130, ἀρτίπον Nonn.D.5.142]
1 perfectamente conformado de pies, sano de pies op. a ‘cojo’ ὁ μὲν (Ares) κακός τε καὶ ἀ., αὐτὰρ ἐγώ γε (Hefesto) ἠπεδανὸς γενόμην Od.8.310, cf. Hdt.4.161, D.S.3.7, Them.Or.21.255c, Nonn.D.5.142, οὐδαμὰ ἔτι ἐλπίζοντα ἀρτίπουν ἔσεσθαι desesperando de volver a tener el pie sano Hdt.3.130
•de un gallo, Ael.Fr.98
•gener. sano, físicamente íntegro κούρη AP l.c., cf. 9.644.5 (Agath.).
2 presto, pronto de pies de Ate Il.l.c., αὐτὸς ἀ. θρῷσκε δόμους S.Tr.58, ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg.795d, cf. Orác. en Plu.2.399b.
German (Pape)
[Seite 362] οδος, 1) von vollkommen gefunden Füßen, gut zu Fuß, dem χωλός entggstzt, Her. 4, 161; Plat. Legg. VII, 795 d; Luc. Tim. 25. – 2) eben angekommen, Soph. Tr. 58; oder flink, vgl. Il. 9, 505.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ἀρτίποδος
1 aux jambes bien proportionnés litt. aux pieds bien proportionnés;
2 agile;
3 nouvellement arrivé.
Étymologie: ἄρτι, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίπους: ποδος, эп. nom. ἀρτίπος adj.
1 крепкий ногами, имеющий здоровые ноги Hom., Her., Plut., Luc.;
2 быстроногий, проворный Hom., Plat.;
3 только что или как раз пришедший (ἀ. θρῴσκει δόμους Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίπους: ὁ, ἡ, ἀρτίπουν, τό, γεν. ἀρτίποδος· Ἐπ. ὀνομ. ἀρτίπος. Ι. (ἄρτιος, ποὺς) ὁ «ἄρτιος τοῖς ποσί, ὑγιόπους» (Ἡσύχ.), ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος· ἀντιθέτως πρὸς τὸ χωλὸς (ὅπερ ἀπαντᾷ δύο στίχους ἀνωτέρω) Ὀδ. Θ. 310, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130., 4. 161. 2) καθόλου, ἰσχυρός, ἢ ταχὺς τοὺς πόδας, ἡ δ’ Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Ἰλ. Ι. 505· ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Πλάτ. Νόμ. 795. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄρτι, ποὺς) = ὁ ἐν καιρῷ καταλλήλῳ ἐρχόμενος, ἀρτίπους θρῴσκει δόμους, «ἀρτίως καὶ ἡρμοσμένως τῷ καιρῷ πορεύεται» (Σχόλ.), Σοφ. Τραχ. 58.
Greek Monolingual
ἀρτίπους (-οδος), ο, η (Α)
1. αυτός που είναι υγιής στα πόδια
2. ο ισχυρός ή ο γρήγορος στα πόδια
3. αυτός που έρχεται σε κατάλληλη ώρα.
Greek Monotonic
ἀρτίπους: ὁ, ἡ, γεν. ἀρτίποδος· Επικ. ονομ. ἀρτίπος (ἄρτιος, πούς)·
I. ισχυρός στα πόδια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· γενικά, δυνατός ή ταχύς στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (ἄρτι, πούς) αυτός που έρχεται τον κατάλληλο καιρό, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἄρτιος, πούς
I. sound of foot, Od., Hdt.:—generally, strong or swift of foot, Il.
II. (ἄρτι, πούς) coming just in time, Soph.