ἀχαλίνωτος: Difference between revisions
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος;" to "Ancient Greek: ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος, ἀχαλιναγώγητος;") |
m (Text replacement - "ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος, ἀχαλιναγώγητος;" to "ἀνήνιος, ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος, ἀχαλιναγώγητος;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[unbridled]]=== | |trtx====[[unbridled]]=== | ||
Armenian: սանձարձակ; Azerbaijani: yüyənsiz; Bulgarian: без юзда; French: [[débridé]]; German: [[ungezäumt]]; Greek: [[αχαλίνωτος]]; Ancient Greek: [[ἀχάλινος]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀχαλιναγώγητος]]; Latin: [[effrenatus]]; Russian: [[разнузданный]] | Armenian: սանձարձակ; Azerbaijani: yüyənsiz; Bulgarian: без юзда; French: [[débridé]]; German: [[ungezäumt]]; Greek: [[αχαλίνωτος]]; Ancient Greek: [[ἀνήνιος]], [[ἀχάλινος]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀχαλιναγώγητος]]; Latin: [[effrenatus]]; Russian: [[разнузданный]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 27 May 2024
English (LSJ)
ἀχαλίνωτον, unbridled, ἵππος X.Eq.5.3, D.H.9.65, Ph.1.313; στόματα AP11.177 (Lucill.); ἀνάγκαι Orph.H.55.13.
Spanish (DGE)
-ον
1 desembridado ἵππος para su cuidado, X.Eq.5.3
•desenfrenado, a rienda suelta ἀχαλινώτοις ἐπελάσαντες τοῖς ἵπποις D.H.9.65, cf. Ph.1.313, Sch.A.Pers.196(p.76)D.
•fig. desenfrenado στόματα AP 11.177 (Lucill.), ὑπόσχεσις Hsch.H.Hom.16.25.6.
2 indomable, que no admite trabas ἀνάγκαι Orph.H.55.13.
German (Pape)
[Seite 417] ungezäumt, ἵππος Xen. de re equ. 5, 3; zügellos, frech, στόμα Philip. 39 (XI, 177); ἀνάγκη, unbezwinglich, Orph. h. 54, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non bridé, sans frein.
Étymologie: ἀ, χαλινόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀχᾰλίνωτος: (ῑ) Xen., Anth. = ἀχάλινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰλίνωτος: [ῑ], -ον, ὁ μὴ ἔχων χαλινόν, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χαλιναγωγήσῃ, ἵππους Ξεν. Ἱππ. 5. 3· στόμα Ἀνθ. Π. 11. 177· ἀνάγκαι Ὀρφ. Ὕμν. 55. 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχαλίνωτος, -ον) χαλινώ
αυτός που δεν έχει χαλινάρι
μσν.- νεοελλ.
ασυγκράτητος, ατίθασος, αυθάδης
μσν.
ακαθοδήγητος.
Greek Monotonic
ἀχᾰλίνωτος: -ον[ῑ], -ον, αυτός που δεν έχει χαλινάρι, αχαλίνωτος, σε Ξεν.
Middle Liddell
without bridle, Xen.
Translations
unbridled
Armenian: սանձարձակ; Azerbaijani: yüyənsiz; Bulgarian: без юзда; French: débridé; German: ungezäumt; Greek: αχαλίνωτος; Ancient Greek: ἀνήνιος, ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος, ἀχαλιναγώγητος; Latin: effrenatus; Russian: разнузданный