ἀποξυράω: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἀποξυρῶ]] :<br /><i>c.</i> [[ἀποξυρέω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ξυράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:30, 29 May 2024
English (LSJ)
or ἀποξυρέω, shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.5.35; ἀποξυρεῖν ταδί Ar.Th.215; ἀπεξύρησε ib.1043; τὴν κόμην ἀπεξύρησε Luc.Sacr.15:—Pass., τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένοι Polyaen.7.35.1.
Spanish (DGE)
(ἀποξῠράω) uelἀποξῠρέω
rapar la cabeza c. ac. de pers. ὃς ἔμ' ἀπεξύρησε πρῶτον Ar.Th.1043, τῶν δούλων τὸν πιστότατον Hdt.5.35, cf. Aen.Tact.31.28, en v. pas. παίδων ἀπεξυρημένων D.C.58.19.2
•c. indic. de la parte en ac. o gen. αὐτὸν τὴν κεφαλήν Hp.Morb.2.12, τὸν ἑκατόνταρχον τῆς τε κεφαλῆς D.C.76.10.5, en v. pas., c. ac. de rel. αἰχμαλώτους ... τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένους Polyaen.7.35.1
•sólo c. ac. de lo que cae τὴν κόμην Luc.Sacr.15
•afeitar ταδί esta (barba) Ar.Th.215
•en v. med. afeitarse τὸ γένειον Plu.Oth.2; cf. ἀποξύρω.
French (Bailly abrégé)
ἀποξυρῶ :
c. ἀποξυρέω.
Étymologie: ἀπό, ξυράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξῠράω: ἤ -έω, ὡς τὸ ἀποξύρω, ξυρίζω ἐνετελῶς, μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε αὐτόθι 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15.
Greek Monotonic
ἀποξῠράω: ή -έω, μέλ. -ήσω, ξυρίζω εντελώς, ξυρίζω «γουλί», με διπλή αιτ. τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
1. to shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.
B. ἀποξύρω
1. Mid. to have oneself clean shaved, Plut.