πανικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
mNo edit summary
m (Text replacement - " plötzlich" to " plötzlich")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0460.png Seite 460]] vom Pan herrührend, Sp.; bes. π. [[θόρυβος]], π. ταραχαί, π. [[δεῖμα]] u. dgl., ein panischer Schreck, d. i. ein plötzlicher Schreck, dessen Ursache nicht sogleich deutlich ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0460.png Seite 460]] vom Pan herrührend, Sp.; bes. π. [[θόρυβος]], π. ταραχαί, π. [[δεῖμα]] u. dgl., ein panischer Schreck, d. i. ein [[plötzlich]]er Schreck, dessen Ursache nicht sogleich deutlich ist.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πανικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα<br /><b>2.</b> (για φόβο) αυτός που προέρχεται από τον Πάνα («[[θόρυβος]] ὁ καλούμενος [[πανικός]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πανικός]]<br />α) [[έντονος]] [[φόβος]], [[τρόμος]] εξαιτίας υπαρκτού ή αναμενόμενου κινδύνου, που καταλαμβάνει [[άτομο]] ή [[ομάδα]] ατόμων, παραλύει [[κάθε]] ψυχική [[λειτουργία]] και έχει χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] την ορμητική και παράλογη [[αντίδραση]] και την άτακτη [[φυγή]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> η [[αναταραχή]] που προκαλεί τέτοιου είδους έντονο φόβο, [[ιδίως]] στους κύκλους τών χρηματιστηρίων, η ραγδαία [[υποτίμηση]] τών διαφόρων αξιών, το [[κραχ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πανικόν</i><br />ο [[έντονος]] [[φόβος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[πανικά]]<br />ήχοι που ακούγονταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας στα όρη και στις κοιλάδες και αποδίδονταν στον Πάνα, τον οποίο θεωρούσαν [[αίτιο]] του αιφνίδιου και αβάσιμου φόβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Πάν</i>. Η λ., από την ελληνιστική [[εποχή]], χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τον φόβο, την [[ταραχή]] που προκαλούσε στα ποίμνια η [[εμφάνιση]] του θεού].
|mltxt=-ή, -ό / [[πανικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα<br /><b>2.</b> (για φόβο) αυτός που προέρχεται από τον Πάνα («[[θόρυβος]] ὁ καλούμενος [[πανικός]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πανικός]]<br />α) [[έντονος]] [[φόβος]], [[τρόμος]] εξαιτίας υπαρκτού ή αναμενόμενου κινδύνου, που καταλαμβάνει [[άτομο]] ή [[ομάδα]] ατόμων, παραλύει [[κάθε]] ψυχική [[λειτουργία]] και έχει χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] την ορμητική και παράλογη [[αντίδραση]] και την άτακτη [[φυγή]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> η [[αναταραχή]] που προκαλεί τέτοιου είδους έντονο φόβο, [[ιδίως]] στους κύκλους τών χρηματιστηρίων, η ραγδαία [[υποτίμηση]] τών διαφόρων αξιών, το [[κραχ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πανικόν</i><br />ο [[έντονος]] [[φόβος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[πανικά]]<br />ήχοι που ακούγονταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας στα όρη και στις κοιλάδες και αποδίδονταν στον Πάνα, τον οποίο θεωρούσαν [[αίτιο]] του αιφνίδιου και αβάσιμου φόβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Πάν</i>. Η λ., από την ελληνιστική [[εποχή]], χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τον φόβο, την [[ταραχή]] που προκαλούσε στα ποίμνια η [[εμφάνιση]] του θεού].
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 31 May 2024

German (Pape)

[Seite 460] vom Pan herrührend, Sp.; bes. π. θόρυβος, π. ταραχαί, π. δεῖμα u. dgl., ein panischer Schreck, d. i. ein plötzlicher Schreck, dessen Ursache nicht sogleich deutlich ist.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα
2. (για φόβο) αυτός που προέρχεται από τον Πάνα («θόρυβος ὁ καλούμενος πανικός», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πανικός
α) έντονος φόβος, τρόμος εξαιτίας υπαρκτού ή αναμενόμενου κινδύνου, που καταλαμβάνει άτομο ή ομάδα ατόμων, παραλύει κάθε ψυχική λειτουργία και έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα την ορμητική και παράλογη αντίδραση και την άτακτη φυγή
β) συνεκδ. η αναταραχή που προκαλεί τέτοιου είδους έντονο φόβο, ιδίως στους κύκλους τών χρηματιστηρίων, η ραγδαία υποτίμηση τών διαφόρων αξιών, το κραχ
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πανικόν
ο έντονος φόβος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανικά
ήχοι που ακούγονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας στα όρη και στις κοιλάδες και αποδίδονταν στον Πάνα, τον οποίο θεωρούσαν αίτιο του αιφνίδιου και αβάσιμου φόβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν. Η λ., από την ελληνιστική εποχή, χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τον φόβο, την ταραχή που προκαλούσε στα ποίμνια η εμφάνιση του θεού].