сила: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
lsj>Spiros |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 09:48, 7 October 2024
Russian > Greek
πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, δυνατόν, ἐνέργεια, ἀρετή, ἱκανότης, βία, βίη, ἁδροτής, μυελός, μύελος, ἀλκή, ἀλκά, ἐρωή, ὅρμημα, ἦτορ, κραταιΐς, ἰσχυρόν, ῥώμη, ῥώμα, εὐρωστία, ἰσχύς, κῖκυς, κράτος, δύναμις, σθένος, σφοδρόν, εὐτονία, λῆμα, λᾶμα, καρτερόν, σφοδρότης, νεῦρον, βάρος, εὐκαιρία, ἰσχυρά, εὐεξία, ἀκμή, ἴς, τόνος, ῥύμη, μέγεθος